Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΓΙΑ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ· Ἰω. Καρδάση

 Προκαταρτικά - Ιστορικά
            Η αιτία για τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια το 787 υπήρξε η Εικονομαχία. Με τον όρο Εικονομαχία νοούνται οι έριδες, που περιστράφησαν γύρω από την τιμή και την προσκύνηση των Εικόνων και συντάραξαν το Βυζάντιο και ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο τους Η΄ και Θ΄ αιώνες. Οι ερίζοντες χωρίσθηκαν σε δυο παρατάξεις: στους υπέρ των ιερών εικόνων, που συνήθως καλούνται εικονόφιλοι και εικονολάτρες, οι δε αντίθετοι καλούντο εικονομάχοι ή εικονοκλάστες.
            Η εικονομαχία χωρίζεται σε δυο φάσεις: η πρώτη από 726-787, δηλ. από το διάταγμα του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου μέχρι τη σύγκλιση της Συνόδου, η δε δεύτερη από το 815-843, με την εκ νέου εικονομαχία του Λέοντα Ε΄ του Αρμένιου, μέχρι τη σύνοδο ΚΠόλεως του 843, που αποκατέστησε οριστικά τις αποφάσεις της Ζ΄ Συνόδου.
            Τα αίτια της εικονομαχίας είναι: α/ ελατήρια θρησκευτικά, όπου η προσκύνηση θεωρείτο ειδωλολατρεία και με το κατά πόσον η σαρκωθείσα φύση του Λόγου δύναται να απεικονισθεί, δεδομένου, ότι θεωρούσαν την απεικόνιση αυτή Μονοφυσίτικη. β/ ελατήρια πολιτικά και κοινωνικά, όπου η απεικόνιση αντιστρατευόταν την αναδιοργάνωση και μεταρρύθμιση της χώρας. γ/ ελατήρια σχέσεων του Βυζαντίου με το Ισλάμ, στο οποίον απαγορευόταν κάθε απεικόνιση. δ/ ελατήρια οφειλόμενα στον προσηλυτισμό των Παυλικιανών, που απέρριπταν την απεικόνιση. ε/ η ιδεολογική σύγκρουση Ευρώπης και Ασίας στο πρόσωπο του Λέοντα Γ΄, ο οποίος έφερε το ασιατικό πνεύμα της μη απεικόνισης. ς/ το αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, που οφείλετο σε οικονομικά κίνητρα.
            Ο άγιος Νεκτάριος προσθέτει και κάποια άλλα στοιχεία: Ονομάζει δε την Εικονομαχία, ως Μεταρρύθμιση: «Η άμεσος προς τους αγίους λατρεία επεσκίασεν επί τέλους το προς το υπέρτατον Ον αίσθημα, και δια των ατοπημάτων τα οποία παρεισέφρησαν κατ’ ολίγον ένεκα τούτου η θρησκεία εφθείρετο οσημέραι και η Κοινωνία καθόλου περιέπιπτεν επί μάλλον εις ποικίλην υλικήν, ηθικήν και διανοητικήν έκλυσιν, εις την οποίαν συνετέλεσεν η του έθνους ημών αργία, ένεκα της καθ’ όλον το έτος μεγάλης πληθύος των δεσποτικών, των θεομητορικών εορτών, των εορτών των μεγάλων αγίων, και των πανηγύρεων, καθ’ ας πάσαι αι κοινωνικαί τάξεις ανεξαιρέτως απησχολούντο» (Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 177). «Η μεταρρύθμιση (δηλ. η εικονομαχία) επέβαλλε χείρα τολμηρά επί πάντα τα ελαττώματα (της Εκκλησίας) ….. επιχειρήσασα την καθαίρεση των εικόνων…..» (ως ανωτέρω, σελ. 179). «Η άμεση λατρεία των αγίων έφθειρε τη θρησκεία» (ως ανωτέρω, σελ. 177). «Την μεταρρύθμιση ζητούσαν οι πιο νοήμονες τάξεις της Κοινωνίας και την απέκρουαν οι διανοητικώς κατώτερες τάξεις» (ως ανωτέρω, σελ. 179-180). «Πολλοί ευσεβείς Βασιλείς και αληθινοί Κληρικοί επεσήμαναν τις καταχρήσεις κατά της θρησκείας και της υπερβολικής ανάπτυξης των εκκλησιαστικών τύπων» (ως ανωτέρω, σελ. 178). «Η προσωνυμία «Κοπρώνυμος» για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ αποτελεί ύβρη και δεινότατη συκοφαντία και δείχνει τη μανία των αντιπάλων της Μεταρρύθμισης» (ως ανωτέρω, σελ. 186). «Η Σύνοδος του 754 (η καταδικασθείσα από την Ζ΄ Οικουμενική) για την καθαίρεση των εικόνων αναφέρεται ως Οικουμενική και οι μετασχόντες αποκαλούνται Πατέρες» (ως ανωτέρω, σελ. 188). «Ακραίες ενέργειες των εικονομάχων, παρ’ όλον ότι εμφορούντο από αγαθές προθέσεις» (ως ανωτέρω, σελ. 190). Αναφέρει επίσης καταγγελίες κατά του αγίου Θεοδώρου Στουδίτη (υποστηρικτή των εικονολατρών), για παποδουλεία, προδοσία εθνικών συμφερόντων, ιεροκρύφιες ενέργειες, διαστροφή των κειμένων της Κ.Δ., βία κατά των αντιπάλων κ.λπ. (ως ανωτέρω, σελ. 204-205) και άλλα πολλά.
            Όπως αναφέρθηκε, ο Λέων Γ΄ μέσα στα μεταρρυθμιστικά του σχέδια συμπεριέλαβε και την Εκκλησία και ειδικά το θέμα της προσκύνησης των εικόνων, αλλά και άλλα διατάγματα και ποινές επί το αυστηρότερον, όπως αποκοπές μελών για διάφορα αδικήματα, τυφλώσεις, εισήγαγε δε και τον αποκεφαλισμό των Εβραίων, που ασκούσαν προσηλυτισμό (πρόδρομος των Τζιχαντιστών;). Επίσης εισήγαγε και τη φορολογία της Εκκλησίας.
            Εναντίον της αποφάσεως αυτής τάχθηκε ο Ρώμης Γρηγόριος Β΄ καθώς και ο μοναχός άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός με τον περίφημο απολογητικό λόγο του («Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις»). Το δεύτερο διάταγμα του Λέοντα διέτασσε την καταστροφή των αγίων εικόνων. Ο ΚΠόλεως Γερμανός Α΄ παρητήθη και εξελέγη ο εικονομάχος Αναστάσιος. Επίσης καταργήθηκε η τιμή των αγίων λειψάνων, οι επικλήσεις προς την Θεοτόκο, οι αγρυπνίες και άλλες Ακολουθίες, οι νηστείες και οι εορτές, συντομεύθηκε η θ. Θειτουργία, δημεύθηκε η κτηματική περιουσία των Μονών, περιορίσθηκε ο αριθμός των Ιερέων και των μοναχών και επεβλήθη η επικύρωση εκλογής Επισκόπων από τον Αυτοκράτορα. Ο Λέων προσπάθησε να επιβληθεί του Ρώμης Γρηγορίου Γ΄ και επειδή απέτυχε απέσπασε από τη Ρώμη, τις επαρχίες της Νοτίου Ιταλίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού, καθώς και της Μακεδονίας και Αχαΐας και τις ενέταξε στην επικράτεια του ΚΠόλεως. Επίσης ενέταξε και την περιοχή της Ισαυρίας από την Αντιόχεια στην ΚΠολη και έτσι τα εκκλησιαστικά όρια ταυτίστηκαν με τα πολιτικά.
            Ο διάδοχός του Κων/νος Ε΄ (741-775) υπήρξε σκληρότερος του πατέρα του. Συγκάλεσε Σύνοδο το 754 στο αΑάκτορο της Ιέρειας, με 338 Επισκόπους, που καταδίκασε την προσκύνηση των εικόνων, ως Νεστοριανική και Μονοφυσίτικη αίρεση, αναθεμάτισε δε τους ΚΠόλεως Γερμανό Α΄ και τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Άπαντες οι Επίσκοποι υπέγραψαν τις αποφάσεις της, που εφαρμόστηκαν με μεγάλη αυστηρότητα. Οι Μοναχοί καταδιώχθηκαν και υπήρξαν και πολλοί Μάρτυρες, άλλοι δε κατέφυγαν στη Δύση. Ο Ρώμης Στέφανος Δ΄ (768-771) με τη Σύνοδο του Λατερανού αναθεμάτισε τη Σύνοδο του 754 και αναγνώρισε την προσκύνηση των εικόνων.
            Τον Κων/νο Ε΄ διεδέχθη ο γιός του Λέων Δ΄ Χάζαρος (775-780). Νυμφεύθηκε την (εικονόφιλη) Ειρήνη την Αθηναία και απέκτησε γιό, τον Κων/νο ΣΤ΄. Όταν πέθανε, τα ηνία του κράτους ανέλαβε η Ειρήνη, ως επίτροπος του γιού της. Αυτή διακήρυξε την ελευθερία της συνειδήσεως, ανέδειξε Πατριάρχη ΚΠόλεως τον Ταράσιο, που ήταν γραμματέας και τελικά συγκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, για την αποκατάσταση της προσκύνησης των εικόνων. Ο Πατριάρχης απέστειλε επιστολές προς τους Πατριάρχες Δύσης και Ανατολής, για τη σύγκλιση της Συνόδου. Η απάντηση του Ρώμης Αδριανού Α΄ (771-795) περιείχε τις γνωστές θέσεις περί του πρωτείου εξουσίας του Ρώμης σ’ ολόκληρη την Εκκλησία.
            Η μόνη γυναίκα Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη αμαύρωσε τη βασιλεία της, μετά τη λήξη της Συνόδου, όπου προέβη σε μια φρικτή πράξη. Τύφλωσε το γιό της Κων/νο για να του αρπάξει την εξουσία, το 796, σε ηλικία 25 ετών. Καταγράφεται δε, ότι ο Πατριάρχης ΚΠόλεως συνήνεσε σ’ αυτό το έγκλημα: «Η Αυγούστα (Ειρήνη) κατέφυγε σε πρόσωπο κοσμικό και όχι εκκλησιαστικό, στον πρωτοασηκρήτη (= αρχιγραμματέα) Ταράσιο, ο οποίος ήταν πολυμαθέστατος, μετριοπαθής, με πολιτικό αισθητήριο, γνώστης των κρατικών συμφερόντων και πρόθυμος να συμβάλει στη συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας. Θα παρατηρηθεί ίσως, ότι ο Ταράσιος ως Πατριάρχης προσάρμοσε τη στάση του με τις επιθυμίες των κρατούντων, ακόμη και εις βάρος του δικαίου και της ηθικής, όπως έγινε στην περίπτωση της αποπομπής της άψογης συζύγου του Κων/νου ΣΤ΄ Μαρίας ή όταν αποδέχθηκε χωρίς καθόλου να αντιδράσει την τύφλωση «γνώμη της μητρός αυτού» του άτυχου Κων/νου» (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 39).
 
Σύγκληση της Συνόδου
            Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787 από τον Αυτοκράτορα Κων/νο ΣΤ΄ και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία, με σκοπό να καταδικάσει την Εικονομαχία και να επιφέρει ειρήνη στην Εκκλησία και την Αυτοκρατορία. Στη Σύνοδο μετείχαν 367 θεοφόροι Πατέρες, μεταξύ των οποίων ο ΚΠόλεως Ταράσιος, καθώς και οι αντιπρόσωποι του Ρώμης Αδριανού Α΄, Πρεσβύτερος Πέτρος και Πρεσβύτερος Πέτρος, του Αλεξανδρείας Πολιτιανού, του Αντιοχείας Θεοδώρητου, του Ιεροσολύμων Ηλεία, του Κύπρου Κων/νου, επίσης, οι: Καισαρείας Αγάπιος, Εφέσου Ιωάννης, Θεσσαλονίκης Θεοφύλακτος, Ηρακλείας Λέων, Αγκύρας Βασίλειος, Κυζίκου Νικόλαος, Σάρδεων Ευθύμιος, Νικομηδείας Πέτρος, Κρήτης Ηλίας, Νικαίας Υπάτιος, Χαλκηδόνος Σταυράκιος, μοναχός Θεοφάνης κ.ά. Οι εργασίες της Συνόδου έγιναν από 24 Σεπτεμβρίου έως 13 Οκτωβρίου 787.
            Αφορμή για τη σύγκλιση ήταν η προσκύνηση των αγίων εικόνων, η κατάχρηση στην προσκύνηση αυτή και η έριδα που είχε ξεσπάσει εκ του λόγου αυτού. Οι διαμάχες ξεκίνησαν το 726 και περατώθηκαν τελικά το 843, οπότε έχουμε την αναστήλωση των εικόνων από την Αυτοκράτειρα αγία Θεοδώρα.
            Οι Νεστοριανοί και οι Παυλικιανοί δεν δέχονταν τις άγιες εικόνες, καθώς και ο Νακωλείας Κων/νος και άλλοι ανώτεροι κληρικοί. Αλλά και ο Αυτοκράτορας Λέων Γ΄ Ίσαυρος προσχώρησε στην Εικονομαχία και εξέδωσε διατάγματα εναντίον των εικόνων, με τα οποία διατασσόταν το κατέβασμα και η καταστροφή τους, κάθε δε προσκύνηση θεωρείτο ειδωλολατρεία. Ο διάδοχος Κων/νος Ε΄ Κοπρώνυμος πολέμησε τις εικόνες με ακόμη πιο σκληρό τρόπο και συγκάλεσε Σύνοδο το 754 στα Ανάκτορα της Ιέρειας με πρόεδρο τον Εφέσου Θεοδόσιο και 338 Επισκόπους και χωρίς να καλέσει τα άλλα Πατριαρχεία. Η Σύνοδος αυτή καταδίκασε την προσκύνηση των αγίων εικόνων και κυρίως την εικόνα του Χριστού, διότι αποτελούσε Νεστοριανική και Μονοφυσιτική αίρεση.
            Εναντίον όλων αυτών εξηγέρθησαν οι: ΚΠόλεως Γερμανός Α΄ (715-730), ο οποίος παρητήθη του θρόνου, Ρώμης Γρηγόριος Β΄ (715-731), Ρώμης Γρηγόριος Γ΄ (731-741), ο οποίος συγκάλεσε Σύνοδο, με αποφάσεις κατά των εικονομάχων και πολλοί μοναχοί με αρχηγό τον άγιο Ιω. Δαμασκηνό, που έγραψε απολογητικό υπέρ των αγίων εικόνων και ανέπτυξε τη θεολογία περί των αγίων εικόνων, όπου τονίζει ιδιαίτερα το του Μ. Βασιλείου, ότι: «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, πρωτότυπον δε εστι το εικονιζόμενον, εξ ου το παράγωγον γίνεται».
            Τελικώς, η εικονόφιλη Ειρήνη η Αθηναία, επίτροπος του ανήλικου Κων/νου ΣΤ’  (780-787) διόρισε τον επίσης εικονόφιλο άγιο Ταράσιο, ως Πατριάρχη ΚΠόλεως, ο οποίος άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την επαναφορά των εικόνων και τελικά συγκλήθηκε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 787, για να επιληφθεί τελεσίδικα του θέματος.
            Η Ζ΄ Οικουμενική ακύρωσε τη Σύνοδο του 754, την οποίαν καταδίκασε ως εικονομαχική και αναθεμάτισε ως εικονομάχους τους: ΚΠόλεως Αναστάσιο, Κων/νο Β΄ και Νικήτα Α΄, Εφέσου Θεοδόσιο, Νικομηδείας Κων/νο, Σισσίνιο Παστιλλά, Βασίλειο Τρικάκκαβο και τους οπαδούς αυτών και αποκατέστησε τους: ΚΠόλεως Γερμανό Α΄, Γεωργίου του Κυπρίου και Ιωάννη Δαμασκηνό, οι οποίοι είχαν αναθεματιστεί από τη σύνοδο του 754, συγχώρησε δε τους μετασχόντας επισκόπους, που δήλωσαν μετάνοια. .
            Το μόνο δογματικό θέμα της Συνόδου ήταν αυτό των αγίων εικόνων. Καταδικάστηκε συνοδικώς η εικονομαχία και κηρύχθηκε η Ορθόδοξη διδασκαλία με διατύπωση δογματικού Όρου. Απόσπασμα του Όρου αυτού περιελήφθη στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», τον οποίον διαβάζεται στους Ι. Ναούς την Α΄ Κυριακή των Νηστειών.
            Η Σύνοδος αναγνώρισε τις 6 προηγηθείσες Συνόδους, ως Οικουμενικές, θεώρησε εαυτήν ως Οικουμενικήν και εξέδωσε 22 Κανόνες νομοθετικού και διοικητικού περιεχομένου, εξ ων οι 5 έχουν δογματικοσυμβολικό χαρακτήρα.
 
Τα μετά την Σύνοδο γεγονότα
            Ο Ρώμης Αδριανός Α΄ απέστειλε τα πρακτικά της Συνόδου στον Κάρολο το Μέγα, η δε  Σύνοδος συνάντησε αντίδραση στη Δύση από τους Φράγκους και τον Καρλομάγνο και αποδοκιμάστηκε από την Τοπική Σύνοδο της Φραγκφούρτης του 794, αλλά σταδιακά αναγνωρίστηκε και άρχισε και εκεί η προσκύνηση των εικόνων.
            Στην Ανατολή όμως έχουμε αναβίωση της Εικονομαχίας, οπότε έχουμε τη β΄ φάση αυτής με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ Αρμένιο (813-820), ο οποίος και αντικατέστησε τον ΚΠόλεως Νικηφόρο Α΄ (806-815) με τον Θεόδοτο Α΄ Κασσιτερά (815-821). Αυτός συγκάλεσε Σύνοδο στην ΚΠολη το 815, η οποία επανέφερε σε ισχύ της αποφάσεις της εικονομαχική Συνόδου του 754. Εναντίον αυτής εξηγέρθη ο μοναχός Θεόδωρος Στουδίτης (759-826), ο οποίος διώχθηκε μαζί με άλλους εικονολάτρες.
            Αλλά και οι επόμενοι Αυτοκράτορες Μιχαήλ Β΄ Τραυλός (820-829) και ο υιός του Θεόφιλος (829-842) εφάρμοζαν τα μέτρα των εικονομάχων, με κάποια όμως χαλαρότητα. Στη Δύση, Σύνοδος στο Παρίσι το 825 καταδίκασε επίσης την προσκύνηση των εικόνων. Ο Θεόφιλος διόρισε Πατριάρχη ΚΠόλεως τον Ιωάννη Ζ΄ Γραμματικό (836-842).
            Τελικώς, η Εικονομαχία καταδικάστηκε από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγο του Θεόφιλου. Αυτή, ως επίτροπος του υιού της Μιχαήλ Γ΄ (842-867) εξεδίωξε τον Πατριάρχη Ιωάννη και διόρισε τον εικονολάτρη Πατριάρχη Μεθόδιο Α΄ (842-846). Έτσι, συγκλήθηκε στην ΚΠολη ενδημούσα Σύνοδος το 843, υπό τον Μεθόδιο. Στη Σύνοδο αυτή ανανεώθηκαν οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής του 787 και αποκαταστάθηκε το κύρος της. Αποφασίσθηκε να γίνει η οριστική πλέον αναστήλωση των εικόνων, οι οποίες τοποθετήθηκαν λίγο ψηλότερα, για την αποφυγή εκτρόπων. Τότε θεσπίσθηκε και η εορτή της Ορθοδοξίας να εορτάζεται επισήμως την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον κάθε αιρέσεως. Από τότε αναγινώσκεται και το «Συνοδικό της Ορθοδοξίας».
            Η Ζ΄ Οικουμενική εορτάζεται την Κυριακή μεταξύ 11 και 17 Οκτωβρίου.
 
Ο Όρος Πίστεως της Συνόδου:
«Η αγία και μεγάλη οικουμενική Σύνοδος, η κατά Θεού χάριν και θέσπισμα των ευσεβών και φιλοχρίστων ημών βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης της αυτού μητρός συναθροισθείσα το δεύτερον εν τη Νικαέων λαμπρά μητροπόλει των Βιθυνών επαρχίας, εν τη αγία του Θεού εκκλησία τη επονομαζομένη Σοφία ακολουθήσασα τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας, ώρισε τα υποτεταγμένα».
«Ο το φως της αυτού επιγνώσεως ημίν χαρισάμενος και του σκότους της ειδωλικής μανίας ημάς λυτρωσάμενος Χριστός ο Θεός ημών νυμφευσάμενος την αγίαν αυτού Καθολικήν Εκκλησίαν μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα, ταύτην επηγγείλλατο διαφυλάττεσθαι, τοις τε αγίοις αυτού μαθηταίς διεβεβαιούτο λέγων, «μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος». ταύτην δε την επαγγελίαν ου μόνον αυτοίς εχαρίσατο, αλλά και ημίν τοις δι’ αυτών πιστεύσασιν εις το όνομα αυτού. Της ουν δωρεάς ταύτης αλογήσαντές τινες, ως υπό του απατεώνος εχθρού αναπτερούμενοι, εξέστησαν του ορθού λόγου, και τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας αντιταξάμενοι, προς την σύνεσιν της αληθείας διήμαρτον, και ως φησιν ο παροιμιακός λόγος, τους άξονας του ιδίου γεωργίου πεπλάνηνται, και συνήξαν εν χερσίν ακαρπίαν, ότι των ιερών αναθημάτων την θεοπρεπή ευκοσμίαν διαβάλλειν τετολμήκασιν, ιερείς μεν λεγόμενοι, μη όντες δε. περί ων ο Θεός δια της προφητείας βοά. «ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνα μου, εμόλυναν την μερίδα μου». Ανιέροις γαρ επακολουθήσαντες ανδράσι, ταις ιδίαις φρεσί πειθομένοις, κατηγόρησαν της αρμοσθείσης Χριστώ τω Θεώ αγίας αυτού Εκκλησίας, και ανά μέσον αγίου και βεβήλου ου διέστειλαν, την εικόνα του Κυρίου και των αγίων αυτού ομοίως τοις ξοάνοις των σατανικών ειδώλων ονομάσαντες. Διό μη φέρων οράν υπό τοιαύτης λύμης διαφθειρόμενον το υπήκοον ο δεσπότης Θεός, ημάς τους απανταχού της ιερωσύνης αρχηγούς τη αυτού ευδοκία συνεκάλεσε, θείω ζήλω και επινεύσει Κωνσταντίνου και Ειρήνης των πιστοτάτων ημών βασιλέων, όπως η ένθεος παράδοσις της καθολικής Εκκλησίας κοινή ψήφω απολάβη το κύρος. Μετά πάσης τοίνυν ακριβείας ερευνήσαντές και διασκεψάμενοι, και τω σκοπώ της αληθείας ακολουθήσαντες, ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν. και επόμενοι ταις αγίαις Οικουμενικαίς εξ Συνόδοις, πρώτα μεν τη εν λαμπρά Νικαέων μητροπόλει συναθροισθείση, έτη γε μην και τη μετ’ αυτήν εν τη θεοφυλάκτω βασιλίδι πόλει» (έπεται το Σύμβολο Νικαίας-ΚΠόλεως).  
«Βδελυσσόμεθα δε και αναθεματίζομεν Άρειον και τους αυτώ σύμφρονας και κοινωνικούς της μανιώδους αυτού κακοδοξίας, Μακεδόνιόν τε και τους περί αυτόν καλώς ονομασθέντας Πνευματομάχους. ομολογούμεν δε και την Δέσποιναν ημών την αγίαν Μαρίαν κυρίως και αληθώς Θεοτόκον, ως τεκούσαν σαρκί τον ένα της αγίας Τριάδος Χριστόν τον Θεόν ημών, καθά και η εν Εφέσω το πρότερον εδογμάτισε Σύνοδος, και τον ασεβή Νεστόριον και τους αμφ’ αυτόν, ως προσωπικήν δυάδα εισάγοντας, της Εκκλησίας εξώθησε. συν τούτοις δε και τας δυο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι’ ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον γινώσκοντες, ως και η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος εξεφώνησεν, Ευτυχή και Διόσκορον δυσφημήσαντας της θείας αυλής εξελάσασα, συναποβάλλοντες αυτοίς Σεβήρον, Πέτρον και την πολυβλάσφημον αυτών αλληλόπλοκον σειράν, μεθ’ ων και τα Ωριγένους, Ευαγρίου τε και Διδύμου μυθεύματα αναθεματίζομεν, ως και η εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσα πέμπτη Σύνοδος. ειτά τε και δυο θελήματα και ενεργείας κατά την των φύσεων ιδιότητα επί Χριστού κηρύττομεν, καθ’ όσον τρόπον και η εν Κωνσταντινουπόλει έκτη Σύνοδος εξεβόησεν, αποκηρύξασα Σέργιον, Ονώριον, Κύρον, Πύρρον, Μακάριον, τους αθελήτους της ευσεβείας και τους τούτων ομόφρονας. Και συνελόντες φαμέν. απάσας τας εκκλησιαστικάς εγγράφως ή αγράφως τεθεσπισμένας ημίν παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν. Ων μια εστί και η της εικονικής αναζωγραφήσεως εκτύπωσις, ως τη ιστορία του ευαγγελικού κηρύγματος συνάδουσα, προς πίστωσιν της αληθινής και ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως, και εις ομοίαν λυσιτέλειαν ημίν χρησιμεύουσα. τα γαρ αλλήλων δηλωτικά αναμφιβόλως και τας αλλήλων έχουσιν εμφάσεις».
«Τούτων ούτως εχόντων, την βασιλικήν ώσπερ ερχόμενοι τρίβον, επακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλία των αγίων Πατέρων ημών και τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας (του γαρ εν αυτή οικήσαντος Αγίου Πνεύματος είναι ταύτην γινώσκομεν), ορίζομεν ουν ακριβεία πάση και εμμελεία παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδας και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου Δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων και πάντων αγίων και οσίων ανδρών. Όσω γαρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύτας ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μη τα κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τη θεία φύσει. αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις ευαγγελίοις και τοις ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. «Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει», και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των αγίων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμενής το ευαγγέλιον. ούτω τω εν Χριστώ λαλήσαντι Παύλω και πάση τη θεία αποστολική ομηγύρει και πατρική αγιότητι εξακολουθούμεν κρατούντες τας παραδόσεις, ας παρειλήφαμεν. ούτω τους επινικίους τη Εκκλησία προφητικώς κατεπάδομεν ύμνους. «Χαίρε σφόδρα θύγατερ, Σιών, κύρησσε θύγατερ Ιερουσαλήμ. τέρπου και ευφραίνου εξ όλης της καρδίας σου. περιείλε Κύριος εκ σου τα αδικήματα των αντικειμένων σοι, λελύτρωσαι εκ χειρός εχθρών σου. Κύριος Βασιλεύς εν μέσω σου. ουκ όψει κακά ουκέτι», και ειρήνη σοι εις τον αιώνα χρόνον».
«Τους ουν τολμώντες ετέρως φρονείν ή διδάσκειν, ή κατά τους εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν, ή αποβάλλεσθαί τι εκ των ανατεθειμένων τη εκκλησία ευαγγέλιον ή τύπον του σταυρού ή εικονικήν αναζωγράφησιν ή άγιον λείψανον μάρτυρος, ή επινοείν σκολιώς και πανούργως προς το ανατρέψαι έν τι των ενθέσμων παραδόσεων της καθολικής Εκκλησίας, έτι γε μην ως κοινοίς χρήσθαι τοις ιεροίς κειμηλίοις ή τοις ευαγέσι μοναστηρίοις, επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς καθαιρείσθαι προστάσσομεν, μονάζοντες δε ή λαϊκούς της κοινωνίας αφορίζεσθαι».
 
Η απεικόνιση της Αγίας Τριάδος
Η απεικόνιση της Αγ. Τριάδας είναι απότοκος της θεολογίας Της και καταγράφει τις σχέσεις μεταξύ των τριών Προσώπων. Είναι γνωστό, ότι στην Ορθόδοξη Εικονολογία, επιτρεπτή είναι η απεικόνιση μόνον όσων είδαμε και συνέβησαν ιστορικά, των προφητικών οράσεων και συμβόλων, του σαρκωθέντα Υιού και Λόγου του Θεού, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων.
Η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας ως τριών προσώπων, όπου απεικονίζεται ο Πατέρας ως «παλαιός των ημερών», ο Υιός ως νέος και το Άγ. Πνεύμα «εν είδει περιστεράς», είναι εικόνα ξένη προς την διδασκαλία των Πατέρων. Η απεικόνιση αυτή αποτελεί συγκαλυμμένη ειδωλολατρία, καθώς μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες, περιθέτει σωματικά σχήματα στη Θεότητα. Η αποτύπωση των ενδοτριαδικών σχέσεων ευνοεί την Παπική αντίληψη, περί του τρόπου ύπαρξης του Αγ. Πνεύματος, δηλ. εκπορευόμενου από τον Πατέρα και τον Υιόν εξ ίσου, που είναι η γνωστή πλάνη του filioque. Επίσης η εικόνα αυτή, παρουσιάζοντας διαφορά στις μορφές Πατέρα και Υιού ως προς τη σωματική ηλικία, δίνει την εντύπωση, πως ο Υιός είναι νεώτερος του Πατέρα, αντίληψη που ευνοεί τους νέο-Αρειανούς Χιλιαστές και τους αρνητές της θεότητας του Υιού, Εβραίους και Μουσουλμάνους.
            Το θέμα της απεικόνισης του Θεού Πατέρα, ως «παλαιού των ημερών», σε απεικονίσεις Παλαιοδιαθηκικών οραμάτων (όπως π.χ. του οράματος του Δανιήλ) υπήρξε αντικείμενο εξέτασης κατά τη διάρκεια της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εκεί, οι Πατέρες της Συνόδου ρωτούν δια του στόματος του Πάπα Ρώμης αγίου Γρηγορίου Β΄: «Δια τι τον πατέρα του Κυρίου Ιησού Χριστού ουχ ιστορούμεν και ζωγραφούμεν για να δώσουν αμέσως την απάντηση: «Επειδή ουκ οίδαμεν τις εστίν (...) και ει εθεασάμεθα και εγνωρίσαμεν καθώς τον υιόν αυτού, κακείνον αν είχομεν ιστορήσαι και ζωγραφήσαι» (PG XII 963 E).
            Επίσης για την απεικόνιση του αγίου Πνεύματος η ίδια η Σύνοδος αναφέρει: «..... καίτοι των ευαγγελικών ουδαμώς παραδεδοκότων γραμμάτων, ότι γέγονε περιστερά το άγιον πνεύμα, αλλά ότι εν είδει περιστεράς ώφθη ποτέ» (PG XIII 181 A).
            Αλλά το θέμα της απεικόνισης  της Αγίας Τριάδας έχει λήξει τελεσίδικα στην Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας του 1666, όπου μέσα στις πράξεις της Συνόδου, το κεφάλαιο 43 είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της εικόνας της θεότητας και ιδιαίτερα του Θεού Πατέρα. Αυτό το κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Περί των εικονογράφων και του Σαβαώθ».
            Στις αποφάσεις της Συνόδου, για το συγκεκριμένο θέμα αναφέρονται τα εξής: «Θεσπίζουμε ότι ένας ικανός ζωγράφος που, ταυτόχρονα, είναι ένας καλός άνθρωπος (με εκκλησιαστική αξιοπρέπεια), θα διορίζεται διδάσκαλος των εικονογράφων, αρχηγός και επιμελητής. ΄Ετσι, οι αγνοούντες δεν θα μπορούν να χλευάζουν τις άγιες εικόνες του Χριστού, της Μητέρας του και των αγίων Του, τις άσχημες και κακοζωγραφισμένες. και θα σταματήσει η ματαιοδοξία μιας δήθεν σοφίας, που έχει οδηγήσει στην συνήθεια να ζωγραφίζει ο καθένας κατά τη φαντασία του χωρίς αυθεντική αναφορά και μάλιστα ξεκινώντας από ποικίλες αναπαραστάσεις του Κυρίου Σαβαώθ. Εντελλόμεθα να μην ζωγραφίζεται στο εξής η εικόνα του Κυρίου Σαβαώθ, σύμφωνα με μη λογοκριμένες οράσεις και ανάρμοστες, διότι κανείς δεν έχει δει τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Θεό Πατέρα) με σάρκα. Μόνον ο Χριστός έχει εικονιστεί, όπως τον είδαν σαρκωμένο, δηλαδή αναπαριστανόμενο με το σώμα Του και όχι κατά την θεότητά Του. το ίδιο και η υπεραγία Μητέρα του Θεού και οι άλλοι άγιοί Του.....
            ..... Είναι εντελώς παράλογο να εικονογραφούν τον Κύριο Σαβαώθ (δηλαδή τον Πατέρα), με άσπρα γένια, με τον μονογενή Υιό στο στήθος Του και ένα περιστέρι ανάμεσά Τους, διότι κανείς δεν είδε τον Πατέρα μέσα στην Θεότητά Του. ο Πατέρας, πράγματι δεν έχει σάρκα και ο Υιός δεν εγεννήθη κατά σάρκα από τον Πατέρα προ των αιώνων. Κι’ αν ο προφήτης Δαβίδ λέει: «εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε» (Ψαλμ. ΡΘ΄ 3), αυτή η γέννηση, σίγουρα, δεν είναι σωματική. αυτή ήταν ανέκφραστη και απερινόητη. Διότι ο ίδιος ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο: «ουδείς γινώσκει τον Πατέρα ειμή ο Υιός». Και ο προφήτης Ησαΐας ζητά στο 40ο κεφάλαιο: «τίνι ωμοιώσατε κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν; μη εικόνα εποίησεν τέκτων ή χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν ομοίωμα κατασκεύασεν αυτόν; (18-19)». Το ίδιο και ο άγιος απόστολος Παύλος λέει στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων: «γένος ουν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει επίσης (Περί ουρανού, κεφ. 20 για την εικόνα): «Μόνον δε το Θείον απερίγραπτόν εστι πάντα πληρούν και πάντα περιέχον και πάντα περιορίζον ως υπέρ πάντα ον και πάντα δημιουργήσαν». Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος το απαγορεύει επίσης με παρόμοιο τρόπο. Να γιατί ο Κύριος Σαβαώθ που είναι η Θεότητα και η γέννηση του μονογενούς Υιού προ των αιώνων, γίνονται αντιληπτοί μόνο από το πνεύμα μας. όσο για την αναπαράστασή τους σε εικόνα δεν αρμόζει σε καμία περίπτωση, ούτε είναι δυνατή».
            Εξ άλλου στη θ. Λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου χαρακτηριστική είναι η ευχή που υποδηλώνει το αδύνατο της αναπαράστασης του Κυρίου Σαβαώθ: «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος.....».
            Και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι από τη φύση του ένα περιστέρι, αλλά Θεός. Κανείς, λοιπόν, δεν είδε ποτέ το Θεό, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Ευαγγελιστής και Θεολόγος Ιωάννης. Ωστόσο, στην αγία Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, το Άγιον Πνεύμα φάνηκε με τη μορφή περιστεριού και γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε να το αναπαριστάνουμε με τη μορφή αυτή, σ’ αυτό μόνο το μέρος. Αλλού, αυτοί που κατανοούν τα πράγματα πνευματικά δεν εικονίζουν το Άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού. στο Όρος Θαβώρ, για παράδειγμα, παρουσιάστηκε με τη μορφή γνόφου (νεφέλης) και αλλού με άλλο τρόπο (υπενθυμίζεται η καιόμενη βάτος στον Μωυσή και οι πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής).
            Κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, Σαβαώθ μεταφράζεται από την εβραϊκή γλώσσα με την έκφραση «ο κύριος των Δυνάμεων». Επομένως, ο Κύριος των Δυνάμεων είναι η Αγία Τριάδα, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Και αν ο προφήτης Δανιήλ λέει, ότι είδε τον παλαιό των ημερών καθήμενον επί θρόνου κρίσεως, δεν εννοεί τον Πατέρα, αλλά τον Υιό, ο οποίος στην Δευτέρα Παρουσία Του, θα κρίνει παν έθνος δια της φοβεράς Του κρίσεως.
            Ζωγραφίζουν επίσης στις εικόνες του Ευαγγελισμού τον Κύριο Σαβαώθ, που φυσά με το στόμα Του κι αυτή η πνοή φθάνει στην κοιλιά της αγίας Θεομήτορος. Αλλά ποίος το είδε αυτό και ποία αγία Γραφή το μαρτυρεί; Από πού το πήραν αυτό; Είναι φανερό, ότι μια τέτοια χρήση και άλλα παρόμοια πράγματα τα υιοθέτησαν και τα δανείστηκαν από ανθρώπους μάταιης γνώσης ή μάλλον από πνεύμα διαταραγμένο ή απόν. Να γιατί παραγγέλλουμε να σταματήσουν στο εξής αυτές οι μεταφερμένες από αλλού εικονογραφίες, που η μάταιη γνώση γέννησε.....».
            Και η Σύνοδος καταλήγει: «Τα λέμε αυτά για να αποστομώσουμε τους εικονογράφους, για να σταματήσουν να κάνουν λαθεμένες εικόνες και μάταιες και στο εξής να μη ζωγραφίζουν τίποτε σύμφωνα με τις ατομικές τους ιδέες και χωρίς αυθεντικές αναφορές».
            Υπάρχει όμως παράσταση της Αγίας Τριάδας, που να συμφωνεί με τα ιερά κείμενα; Ναι, υπάρχει και αυτή είναι η κλασσική εικόνα της φιλοξενίας του Αβραάμ, που τόσο επιτυχημένα έχει εικονίσει ο άγιος Ανδρέας Ρουμπλιέφ (Andrei Rublev) (τον 14ο αιώνα), δηλ. την φιλοξενία των τριών προσώπων (Αγγέλων) από τον Αβραάμ.
            Η Τριάδα του Ρουμπλιέφ ακολουθεί με αυστηρή συνέπεια την τάξη του Συμβόλου της Πίστης (από αριστερά στα δεξιά): Πατέρας, Υιός, Άγιο Πνεύμα. Τα ενδύματα του μεσαίου Αγγέλου έχουν τα χρώματα του σαρκωμένου Λόγου, στα οποία περιλαμβάνεται ο μανδύας, προφανώς πάνω στο ιμάτιο - σύμβολο μηνύματος. Ένα μανδύα λιγότερο εμφανή, οπωσδήποτε στον τόνο του ιματίου, βλέπουμε στο δεξιό Άγγελο - σύμβολο της τρίτης υπόστασης.
            Όσο για τον εικονογραφικό συμβολισμό, αυτή η εικόνα παρουσιάζει την θεμελιώδη εκκλησιαστική θέση: η Εκκλησία είναι η αποκάλυψη του «Πατρός εν Υιώ και Αγίω Πνεύματι». Το κτίσμα, σπίτι του Αβραάμ, είναι μια εικόνα της Εκκλησίας πάνω από τον Άγγελο του πρώτου προσώπου. η δρυς του Μαμβρή - δένδρο της ζωής και του ξύλου του Σταυρού, πάνω από τον Άγγελο του δευτέρου προσώπου - είναι ένδειξη της οικονομίας του Υιού του Θεού. τέλος, έχουμε το βουνό, σύμβολο πνευματικής ανόδου, πάνω από τον Άγγελο του τρίτου προσώπου. Πρέπει να προστεθεί, ότι το νόημα αυτής της εικόνας είναι επικεντρωμένο στο ποτήρι της ευχαριστίας, θείο δείπνο. Επίσης παρατηρείται, ότι ο αριστερά Άγγελος (Πατέρας) ατενίζει με βλέμμα κατά πολύ υψηλότερο, απ’ ότι οι άλλοι δυο, οι οποίοι έχουν ελαφρά κλίση της κεφαλής προς αυτόν.
   Ακριβώς σ’ αυτή την εικόνα, «η ενέργεια του πνεύματος» μισάνοιξε στον μοναχό Ανδρέα Ρουμπλιέφ την έννοια της παλαιοδιαθηκικής αποκάλυψης, μια νέα θέα της τριαδικής ζωής. Η εικόνα θ’ αποδειχθεί τόσο δυνατή ώστε, «μεταξύ όλων των φιλοσοφικών αποδείξεων της ύπαρξης του Θεού, το πιο πειστικό είναι το συμπέρασμα: Υπάρχει η Τριάδα του Ρουμπλιέφ, υπάρχει ο Θεός».
Παρ’ όλες όμως αυτές τις απαγορεύσεις, δυστυχώς, εξακολουθούν και κυκλοφορούν εικόνες της αγίας Τριάδας με τον Θεό Πατέρα, ως «παλαιό των ημερών» και το άγιο Πνεύμα, ως περιστέρι. Αλλά το χειρότερο είναι άλλο: Η απεικόνιση του Χριστού, ως Μεγάλου Αρχιερέα, στις θύρες της Ωραίας Πύλης. Εκεί, ο Χριστός απεικονίζεται με πλήρη αρχιερατική στολή, με μίτρα, αλλά και εγκόλπιο, στο οποίον απεικονίζεται ο Θεός Πατέρας, ή ένα περιστέρι! Δεν λείπουν ακόμη και παραστάσεις της Παναγίας βρεφοκρατούσας!
 
Παρατηρήσεις
1/ Η Εικονομαχία είχε πολιτικές και εκκλησιαστικές επιπτώσεις τόσο για το Βυζάντιο, όσο και για τη Δύση.
2/ Αποτελεί παράδειγμα της αντικανονικότητας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, όπου οι εικονομάχοι Αυτοκράτορες επενέβαιναν δραστικά στα εσωτερικά της Εκκλησίας, στη διοίκησή της, αλλά και στον καθορισμό της Πίστης.
3/ Πάρα πολλοί Επίσκοποι της περιόδου αυτής υπέγραψαν τα πρακτικά των δύο εικονομαχικών Συνόδων (754 και 815).
4/ Από την εικονομαχική αυτή έριδα προβλήθηκαν Μάρτυρες και Ομολογητές της Πίστης, πολλές δε χιλιάδες πιστών κατέφυγαν στη Δύση, για να γλυτώσουν από τους διωγμούς.
5/ Η εικονομαχία ωφέλησε και αρνητικά, γιατί προκάλεσε πνευματική αναγέννηση και επέφερε εξύψωση και αποκάθαρση της θρησκευτικής ζωής.
6/ Η απόσπαση της νότιας Ιταλίας και του Ιλλυρικού από τη Ρώμη και η προσάρτησή της στην ΚΠολη έκοψε τις γέφυρες μεταξύ Ανατολής και Δύσης και συνετέλεσε στην απομάκρυνση των Επισκόπων Ρώμης από το Βυζάντιο και τη δημιουργία του Παπικού κράτους, από τον Πάπα Στέφανο Γ΄, το 754, οπότε έχουμε το προοίμιο του μετέπειτα μεγάλου Σχίσματος του 1054, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
7/ Η σύσταση του Παπικού κράτους, το 754, δεν συνάντησε την αντίδραση της καθόλου Εκκλησίας και αυτό αποδεικνύεται από την παρουσία των Παπών Αδριανού Α΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού) στη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και Ιωάννη Η΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού) στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, όχι μόνο, ως αρχηγούς Εκκλησίας, αλλά και ως αρχηγούς κοσμικής εξουσίας, κατά παράβαση του ζ΄ κΚνόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
8/ Σύμφωνα με το Σύμβολο της Συνόδου επιτρέπεται η απεικόνιση του Τιμίου Σταυρού, του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων στους Ι. Ναούς, σε ιερά σκεύη, σε ιερά ενδύματα, σε τοίχους, σε σανίδες, στις οικίες (κατ’ οίκον εκκλησίες) και σε δρόμους. Απεικονίζονται λοιπόν, όσα μπορούν να οραθούν και όχι των αοράτων, όπως του Θεού Πατέρα. Επ’ αυτού ισχύει επιπροσθέτως και η απόφαση της Συνόδου της Μόσχας του 1666, όπου απαγορεύεται ρητώς η απεικόνιση του Θεού Πατέρα και του αγίου Πνεύματος, ως περιστεράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου