Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΩΝ ΜΩΫΣΗΣ (1872 - 1946)

Κτίτωρ τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν  καί Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων Κορινθίας

Ἐπισκόπου Κορινθίας Καλλίστου (+ 2000)
Ἐπιμέλεια: Καθηγ. Ἀντώνιος Μάρκου

Πρόλογος Ἐπιμελητοῦ
Ὁ μακαριστός Γέρων ΜΩΫΣΗΣ, κτίτωρ τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν καί Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων Κορινθίας, εἶναι μία τῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Γέννημα τοῦ ἀκριτικοῦ Κατσελλόριζου, ἀσπάσθηκε τόν Μοναχικό Βίο στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἁγίων Τριῶν Πατέρων Χίου καί ἀναδείχθηκε πνευματικό ἀνάστημα τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τῆς Χίου (+ 1920) καί παραδελφός τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ἐπ. Πενταπόλεως (+ 1920). Ἔδρασε ἱεραποστολικῶς μεταξύ τοῦ προβληματιζομένου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μετά τήν ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (1924). Τό 1935, ἔτος συγκροτήσεως τῆς πρώτης Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, συνδέθηκε μέ τόν νεοχειροτονηθέντα Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανό Βαρυκόπουλο (+ 1951).
Τό ἴδιο ἔτος 1935 συνδέθηκαν μαζί του οἱ ἀδελφοί Μακρῆ ἀπό τά Ἀρφαρά τῆς Μεσσηνίας (οἱ ἔπειτα Ἱερομόναχοι Κάλλιστος καί Νικόδημος, ὁ Ἱεροδιάκονος Στέφανος καί ἡ κατά σάρκα ἀδελφή τους μοναχή Εὐφημία) καί ὁμάδα εὐσεβῶν ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Μαζί τους ὁ μακάριος Γέρων ἵδρυσε ἀρχικά τήν Ἱερά Μονή ἁγ. Νικολάου Σαλαμῖνος, τήν ὁποία ὅμως ὡς φιλεύσπλαχνος δώρησε σέ διωκόμενη γιά τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου γυναικεία ἀδελφότητα. Στή συνέχεια - περί τό 1936/1937 - ἵδρυσε τήν Ἱερά Μονή Εὐαγγελιστρίας στήν θέση Πλάτανος, τῆς περιοχῆς Ἁγίων Θεοδώρων Κορινθίας, τήν ὁποία ὅμως ἐγκατέλειψε μέ τήν περί αὐτόν ἀδελφότητα πρίν τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἐπειδή εἶχε ἄνωθεν τήν πληροφορία, ὅτι θά καταστραφεῖ ἀπό τούς ἀντάρτες (ὅπως καί ἔγινε).
Στή συνέχεια ἵδρυσε τήν γυναικεία Ἱερά Μονή ἁγ. Μαρίνης Σοφικοῦ Κορινθίας (τήν ὁποῖα ἀνέλαβαν οἱ ὑπ’ αὐτόν πατέρες Ἱερομόναχος Νικόδημος καί Ἱεροδιάκονος Στέφανος, μέ Ἡγουμένη τήν Γερόντισσα Ἐλισσάβετ Σκόρδα ἀπό τήν Μάνδρα Ἀττικῆς), καθώς καί τήν γυναικεία Ἱερά Μονή Ἁγίων Ταξιαρχῶν Ἀθηκίων Κορινθίας (μέ Ἡγουμένη τήν Γερόντισσα Μακαρία Φιλάνδρα ἀπό τά Βίλλια Ἀττικῆς), ὅπως καί τήν ἀνδρική Ἱερά Μονή Εὐαγγελιστρίας, στήν ἴδια περιοχή (καί τίς δύο μονές ἀνέλαβε τό πνευματικό του ἀνάστημα Ἱερομόμαχος Κάλλιστος, ἀπό τό 1948 Ἐπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Κορινθίας). Καί οἱ τρεῖς μονές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα καί ἀκμάζουν κτηριακῶς καί ἀριθμητικῶς. (Γιά τήν Ἱστορία σημειώνουμε, ὅτι ἡ κατά σάρκα ἀδελφή τῶν ἀδελφῶν Μακρῆ μ. Εὐφημία, μόνασε στήν Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος Λουτρακίου, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγουμένη).
Τό ἔτος 1942, λόγῳ τῆς ἀποστασιοποιήσεως τοῦ Ἐπισκόπου Γερμανοῦ, ὑπήχθηκε στόν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Ματθαῖο τόν Νέο Ὁμολογητή, τότε Ἐπίσκοπο Βρεσθένης (Καρπαθάκη, ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, + 1950), ἀπό τόν ὁποῖο χειροθετήθηκε Ἡγούμενος. Ἔκτοτε συνεργάσθηκε μέ τόν μακάριο ἐκεῖνον Ἱεράρχη, ἐπί πολλῶν θεμάτων τοῦ Ἀγῶνος τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἐκείνου τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων (τήν συγκατάθεσή του γιά τήν χειροτονία νέων Ἐπισκόπων ὑπό μόνου τοῦ ἐπ. Ματθαίου, εἶχε ἐκφράσει γραπτῶς, γιά τοῦτο καί ἀναφέρεται ὡς παρών στήν ἱστορική Κληρικολαϊκή Σύναξη τοῦ 1948).
Μία γνήσια Φιλοκαλική καί Κολλυβαδική μορφή, μεγάλος βιαστής τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας, ὅντως ἕνας Ἀββᾶς τοῦ 20ου αἰ., ἐλεήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Θεό μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προφητείας καί τῆς προοράσεως, ἀλλά καί τῆς ἐκδιώξεως πονηρῶν πνευμάτων. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1946 καί ἐνταφιάσθηκε στήν Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστρίας (ἀφοῦ προεῖδε τήν ἐκδημία του ἕξη μῆνες πρίν). Τά τίμια Λείψανά του φυλάσσονται στήν Ἱ. Μ. Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Οἱ εὐλαβούμενοι τήν μνήμην του τιμοῦν τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, 26ην μηνός Ἰουνίου.
Τόν Βίο του κατέγραψε τό πνευματικό του ἀνάστημα Ἐπίσκοπος Κάλλιστος. Τά ἐκεῖ καταγραφόμενα στοιχεῖα ἀποδεικνύουν τόν Γέροντα Μωϋσῆ ἕναν σύγχρονο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ἡ τιμή πρός αὐτόν ὡς Ἁγίου, καθώς καί ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του, δέν «προχώρησαν» καί αἰτία αὐτοῦ (κατά τήν γνώμη μας) εἶναι ἡ πολυδιάσπασις τῶν πνευματικῶν του ἐπιγόνων (εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι σήμερα οἱ τέσσερεις μονές - ἁγ. Ταξιαρχῶν καί Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων, ἁγ. Μαρίνης Σοφικοῦ καί Ἁγίας Τριάδος Λουτρακίου - ὑπάγονται σέ τέσσερεις διαφορετικές Παλαιοημερολογιτικές παρατάξεις!).
Ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Ἐπισκόπου Καλλίστου καταχωροῦνται στή συνέχεια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα, βελτιωμένα λεκτικῶς καί συντακτικῶς.

 Ἡ καταγωγή τοῦ Ὁσίου καί Ἀββᾶ Γέροντος Πατρός ἡμῶν Μωϋσέως.

Ὁ Ὅσιος Ἀββᾶς καί σεβάσμιος Γέρων καί τιμιώτατος Πατήρ ἡμῶν Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος καί Ἡγούμενος ἡμῶν ἐχρημάτισε, ὑπῆρξε καί ὁ Κτίτωρ τῶν Ἱερῶν ἡμῶν Ἡσυχαστηρίων, Ἁγίων Ταξιαρχῶν καί Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Γενέτειρα πατρίς καί ἐπίγειος χώρα, ἡ ὁποία ἐγαλούχησε καί ἀνέθρεψε τόν Ὅσιον τοῦτον Πατέρα Μωϋσῆ, ἀλλά καί διαπαιδαγώγησε καί ἐνουθέτησε αὐτόν ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου, ἦταν ἡ περιώνυμος καί ἔνδοξος νῆσος τοῦ Καστελόριζου, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τό νησιωτικόν σύμπλεγμα τῶν Δωδεκανήσων. Ἐκεῖ ἐγεννήθη ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Μωϋσῆς, τό σωτήριον ἔτος 1872, ἀπό γονεῖς εὐσεβεστάτους, θεοφοβουμένους καί λίαν ἐναρέτους.
Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο Ἀγαπητός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ Χρυσῆ, ἐπονομαζόμενοι Τρυπητηνία. Ὄντως οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἦσαν ἄνθρωποι μέ καλές καί ἠθικές ἀρχές. Ἦσαν πρᾶοι, εὐσεβεῖς καί ζοῦσαν ζωήν χριστιανικήν. Ὁ Πανάγαθος Θεός βρῆκε αὐτούς ἀξίους τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς των καί ὡς γῆν ἀγαθήν καί καλήν ἔδωκεν εἰς αὐτούς τοιοῦτον καρπόν εὐκλεῆ καί ἐνάρετον υἱόν, ἵνα πληρωθῆ καί εἰς αὐτούς ἡ θεία φωνή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέγουσα, ἐάν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία καί ἀγαθή, φυσικά καί ὁ καρπός θά εἶναι ἅγιος καί ἀγαθός. Διότι πράγματι ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς ἦτο ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ ἡγιασμένος. Καί ὡς τεκμήριον δεδηλωμένης ἀποδείξεως, παραδίδουμε διά τῆς πενιχράς ἡμῶν γραφίδος εἰς τούς εὐσεβεῖς μᾶλλον καί φιλοθέους ἀναγνώστας τό κάτωθι γεγονός, τό ὁποῖον ἐπληροφορήθημεν καί ἐμάθομεν ἀπό συγγενεῖς τοῦ Ὁσίου Γέροντος, οἱ ὁποῖοι ἔτυχαν μάρτυρες. Καί ὡς μάρτυρες ἀξιόπιστοι διηγήσαντο εἰς ἡμᾶς, αὐτά τά ὁποῖα θά διηγηθῶμεν…
Ὅταν, εὐδοκίᾳ Θεοῦ καί χάριτι, ἐγεννήθη ὁ Ὅσιος, βρέφος ἔτι ὧν ὑπομάζιον, οὐδόλως ἔπινε τό μητρικόν γάλα τήν Τετάρτην καί τήν Παρασκευήν. Παρ’ ὅλους τούς τρόπους τούς ὁποίους ἡ μήτηρ αὐτοῦ μετεχειρίζετο, ὁ μικρός ἔμενε νηστικός καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Οἱ γονεῖς του πολύ ἐπικράνθησαν καί βαρέως ἔφερον τό τοιοῦτον φαινόμενον, μή γνωρίζοντες βεβαίως, ὅτι τό νήπιον ὡδηγεῖτο ἄνωθεν ἐκ τῆς Θείας Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ὅτι προωρίζετο διά μεγάλους καί ἱερούς σκοπούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός μόνον προεγίγνωσκεν. Διά τοῦτο κατέφυγον εἰς ἰατρούς, μήπως δυνηθοῦν μέ διαφόρους ὑποδείξεις νά προτρέψουν τόν μικρόν νά πίη γάλα, ἔστω καί ἐκ προβάτου. Ἀλλ’ εἰς μάτην ἀπέβησαν αἱ προσπάθειαι αὐτῶν. Ἄν τοῦ ἔδιδον ἑτέραν τροφήν μή γαλακτώδη ἤ ἀρτύσιμον, ἐδέχετο αὐτήν εὐχαρίστως, ἐνῶ τάς ἄλλας ἡμέρας ὅπου δέν ἦσαν καταλύσιμοι, εὐχαρίστως ἔπινε γαλακτώδη τροφήν.
Τότε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, κατόπιν συμβουλῆς εὐσεβῶν Χριστιανῶν, ἐπορεύθησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Ἐκεῖ εὗρον τόν Ἱερέα τοῦ Ναοῦ, εὐσεβῆ καί ἐνάρετον ὄντα, πατέρα Πνευματικόν, εἰς τόν ὁποῖον ἐδιηγήθησαν τά περί τοῦ βρέφους. Ὁ Ἱερεύς ἀκούων ταῦτα, φωτισθείς ἄνωθεν, εἶπεν εἰς αὐτούς, ὅτι τό νήπιον ὁδηγεῖται ὑπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων. Διότι, δέν εἶναι εἰς θέσιν νά γνωρίζει τά τῆς νηστείας, ἔνεκα τῆς βρεφικῆς του ἡλικίας. Ἑπομένως ἡ Θεία Χάρις ἐνεργεῖ εἰς αὐτό καί διά τόν λόγον αὐτόν δέν λαμβάνει γαλακτώδη τροφήν τάς ἡμέρας τῆς νηστείας, Τετάρτην καί Παρασκευήν. Ὅθεν δέν εἶναι πρέπον αὐτό νά δημιουργῆ εἰς αὐτούς ἀνησυχίας καί φόβους, μᾶλλον εὐχάριστον εἶναι τό γεγονός καί νά χαίρωνται, διότι ὁ Πανάγαθος Θεός προετοιμάζει τό νήπιον διά μεγάλην καί ἱεράν ἀποστολήν.
Ὅντως ὁ Ἱερεύς ἦτο πεφωτισμένος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἐπαρηγόρησε τούς γονεῖς τοῦ νηπίου μέ αὐτά τά λόγια καί περισσότερον ἀκόμη μέ πνευματικάς συμβουλάς. Ὄθεν πολύ παρηγορηθέντες οἱ γονεῖς τοῦ μικροῦ, ἀνεχώρησαν οἴκαδε χαίροντες, ἐπαφιέμενοι πλέον εἰς τήν διοίκησιν τοῦ Θεοῦ.
Ὅτε ἔφθασεν καί ὁ κατάλληλος χρόνος, ὅπου τό νήπιον ἔπρεπε νά λάβη τόν Θεῖον καί Ἱερόν Ἅγιον Βάπτισμα, διά τήν ἄφεσιν τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί τήν ἀναγέννησιν ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος Ἁγίου…πορευθέντες οἱ γεννήτορες αὐτοῦ ἐν τῶ Ἱερῶ Ναῶ τοῦ ἁγ. Μερκουρίου, ἐβάπτισαν τό νήπιον καί ἔλαβεν αὐτό τό ὄνομα Μερκούριος.
Ἔκτοτε ὁ μικρός Μερκούριος, πλήρης ὑγείας, χαρᾶς καί εὐρωστίας, προέκποπτε ἐν ἡλικίᾳ καί σοφίᾳ πνεύματος. Καί ἐνῶ ἦτο παιδίον εἰς τήν ἡλικίαν, οὐδέποτε συνανεστρέφετο μέ παιδία ὁμηλίκους του, οὔτε πάλιν ἠσχολεῖτο μέ παιγνίδια, τά ὁποῖα κατά κανόνα ἀρέσκουν εἰς τά μικρά παιδία. Ἀλλά πάντοτε ἐτήρει στάσιν σοβαροῦ καί σοφοῦ ἀνθρώπου, κατά τό κοινῶς λεγόμενον ὁμοίαζε παιδαριογέρων. Ἀναμφιλέκτως ἡ θεία χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας ἐκαθοδήγη τά διαβήματα τοῦ παιδός Μερκουρίου, τοῦ μετέπειτα Γέροντος καί Ἀββᾶ καί Ὁσίου Ἡγουμένου ἡμῶν.

{Σημείωσις ἐπιμελητοῦ: Παραλήπονται τά σχετικά μέ τήν μοναχικήν ἀφιέρωσιν τοῦ Μερκουρίου εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῶν Ἁγίων Πατέρων Χίου, ὑπό τόν Ἡγούμενον ὅσ. Παρθένιον (+ 1905), τά σχετικά μέ τήν γνωριμίαν του μέ τούς ἀδελφούς Μακρῆ (τό 1935), καθώς καί τά σχετικά μέ τήν ἵδρυσιν τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἁγ. Νικολάου Σαλαμῖνος καί Ευαγγελιστρίας Πλατάνου Ἁγίων Θεοδώρων Κορινθίας}.

Θαυμαστά γεγονότα ἀπό τήν ζωήν τοῦ Ὁσίου  Γέροντος Μωϋσέως

Τό θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ
Σωτήριον ἔτος 1937, εὑρισκόμενοι καί ἡσυχάζοντες εἰσέτι ἐν τῶ Ἱερῶ Ἡσυχαστηρίῳ τῆς Εὐαγγελιστρίας Πλατάνου Κορινθίας. Κάποιαν ἡμέραν μοῦ λέγει ὁ Ὅσιος Γέρων Μωϋσῆς:
«Παιδί μου π. Κάλλιστε, πηγαίνουμε νά συναντήσουμε τόν ἀδελφόν π. Φιλάρετον» (δόκιμον τότε ὄντα, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν ξυλουργικήν τέχνην). Πηγαίνοντας εὑρίσκουμε τόν ἀδελφόν ἐκεῖ ὅπου ἐργάζονταν, πλησίον τῆς μονῆς, ὅπου εἶχε τό ἐργαστήριό του. Τότε δίδει ἐντολήν ὁ Ὅσιος Ἡγούμενος Γέρων Μωϋσῆς εἰς τόν ἀδελφόν Φιλάρετον, νά κατασκευάση ἕνα κασονάκι μικρόν, ὅπου νά χωρᾶ ἐντός αὐτοῦ πέντε - ἕξ κιλά λιβάνι καί κηρόν.
Πράγματι τό κασονάκι κατεσκευάσθη, τό ἐγέμισε ὁ Γέροντας θυμίαμα καί κηρία, τό ἐσφράγισε καί μοῦ λέγει: «Παιδί μου π. Κάλλιστε, παρακαλῶ τώρα θά πᾶμε εἰς Ἀθῆνας. Ἑτοιμάσου, διότι πρέπει νά ἐξυπηρετήσουμε καί μερικάς οἰκογενείας Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν διότι εἶναι ἀνάγκη καί πρέπει νά ἀναχωρήσουμε. Ὅταν δέ φθάσουσε εἰς Ἀθῆνας, θά ταχυδρομήσουμε καί τό δέμα τοῦτο».
Ξεκινοῦμε, φθάνουμε εἰς τήν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν καί διερχόμεθα ἔξωθεν τοῦ Ταχυδρομείου. Λέγω, «νά, Γέροντα, τό Ταχυδρομεῖο, ἄς ταχυδρομήσουμε τό δέμα». Αὐτός ὅμως στρέφει τό βλέμμα του πρός ἐμέ καί μοῦ λέγει ἁπλᾶ, «δέν εἶναι ἐδῶ τό Ταχυδρομεῖο, παιδί μου». Προχωροῦμε, φθάνουμε εἰς Ὀμόνοιαν, εἰσερχόμεθα εἰς τόν ἡλεκτρικόν σιδηρόδρομον, κατερχόμεθα εἰς Πειραιᾶ, μέ ὁδηγεῖ ἐσκεμμένως εἰς τό Ταχυδρομεῖον τοῦ Πειραιῶς. Πάλιν τοῦ ὑπνεθυμίζω καί τοῦ λέγω, «Γέροντα, ἐδῶ εἶναι τό Ταχυδρομεῖον τοῦ Πειραιῶς καί ἐφ’ ὅσον δέν ἤθελες νά τό ταχυδρομήσης εἰς τήν Ἀθῆνα, τουλάχιστον ἄς τό δώσουμε ἐδῶ, διά νά ξεξουραστῶ λίγο, διότι τά πόδια μου τρέμουν ἐκ τῆς νηστείας καί τῆς μακρᾶς πορείας. Ἄν εἶναι εὐλογημένο, Γέροντα, νά τό ταχυδρομήσουμε, διά νά δώσουμε τέλος εἰς τήν ὑπόθεσιν».
Ὅμως καί πάλιν μοῦ λέγει: «Ἔλα κοντά μου, παιδί μου, δέν εἶναι αὐτό τό Ταχυδρομεῖο»! Προχωροῦμε καί φθάνουμε εἰς τό λιμάνι τοῦ Πειραιῶς. Βλέποντας ἐγώ καί ἀκολουθῶντας τόν Γέροντα εἰς τήν παράδοξον καί μυστηριώδη αὐτήν - δι’ ἐμέ μέχρι τήν ὥραν ἐκείνην - ἀποστολήν, ἦμουν γεμάτος ψυχικήν ἀνησυχίαν καί ὁ ἐχθρός διάβολος μέ πολέμησε φοβερά. Γέμισε τόν ἐγκέφαλό μου διαλογισμούς πονηρούς. Νοερῶς κατέκρινα τόν Γέροντα καί ἔλεγα: «Τί ἄραγε συμβαίνει; Διατί πορεύεται πρός τήν θάλασσαν; Μήπως δέν εἶναι καλά; Δέν γνωρίζω τί τό ποιητέον». Ἔπαυσα πλέον νά ὁμιλῶ καί τά ὑποδεικνύω εἰς τόν Γέροντα ταχυδρομεῖο κ.λ.π., διότι δέν εἰσακουόμην. Ἀκολουθοῦσα ὅμως ἄθελά μου, μέ βαρειά καρδιά, ἀπογοητευμένος, διότι δέν ἐγνώριζα τί μέλλει γενέσθαι.
Βαδίζοντες ἐφθάσαμε εἰς τό ἄκρον τῆς ἐξέδρας, πρός τό βάθος τῆς θαλάσσης. Ἐκεῖ ἐσταθμεύσαμε καί ἐντολῆ τοῦ Γέροντος ἐψάλλαμε τό Ἀπολυτίκιον τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Ψαλλομένου τοῦ Ἀπολυτικίου ὑπ’ ἀμφοτέρων ἡμῶν, μοῦ λέγει ὁ Ὅσιος ἐκεῖνος καί ἀλησμόνητος Γέρων Μωϋσῆς: «Παιδί μου, ρῖψαι εἰς τήν θάλασσαν τό δέμα καί αὐτό εἶναι τό ταχυδρομεῖον τῶν Ἀρχαγγέλων. Ἐντός μηνός θά ἔχουμε εἴδησιν, ὅτι ἔφθασε εἰς τήν Μονήν τῆς Σύμης, τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ» (διότι δι’ ἐκεῖ ἐπροωρίζετο). Καί τοῦτο γίνεται διά νά στερεωθῆ ἡ πίστις σου, διά νά πιστεύης ἀκραδάντως καί ἀδιακρίτως εἰς τήν παντοδύναμον ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τήν χάριν τῶν Ἀρχαγγέλων. Καί μή λησμονῆς, καθώς ὁ Κύριος λέγει ἐν τῶ Ἱερῶ Εὐαγγελίῳ, «ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῶ ὄρει τούτῳ μετεβήθητι ἐντεῦθεν ἐκεῖ καί μεταβήσεται καί οὐδέν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. ζ΄, 7)».
Ρίψαντες τό κιβώτιον εἰς τήν θάλασσαν ἐγυρίσαμε εἰς Ἀθῆνας. Τελειώνοντας τάς πνευματικάς μας ἐργασίας ἤρθαμε εἰς τήν Ἱεράν Μονήν, ἔνθα μετά τό πέρας τοῦ μηνός ἐλάβομεν ἀπάντησιν ἐκ τῆς Μονῆς Ἀρχαγγέλου Σύμης, ὅτι τό κιβώτιον μέ τό κηρίον καί τό θυμίαμα ἐλήφθη καί «βοήθειά σας»! (Σημειωτέρον, ὅτι εἴχαμε γράψει καί τήν σύστασιν τοῦ ἀποστολέως).
Ἐνταῦθα παραθέτομεν αὐτούσιον τήν ἀπαντητικήν ἐπιστολήν ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ Πανορμίτου Ταξιάρχου Μιχαήλ, τῆς ἐν Σύμῃ, πρός ἐγκυροποίησιν καί ἀξιόπιστον παραδοχήν καί μαρτυρίαν τοῦ θαύματος, ἔχουσαν ὡς ἐξῆς:

Ἐν Σύμῃ τῆ 13η Ἰουλίου 1937.

Εὐσεβεστάτους κυρίους Γεώργιον Σ. Κοκκινίδην, Γεώργιον Ἀ. Γερολύμου, Μωϋσῆν Μοναχόν καί Μαρίαν Παπαγιαννοπούλου, εἰς Πειραιᾶ.

Εὐλαβέστατοι κύριοι,

Ταύτην τήν στιγμήν μᾶς ἐνεχειρίζεται ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πανορμίτου, ἡ ἀπό 3ης παρελθόντος μηνός τιμία σας, τήν ὁποίαν ἀνέγνωμε μετά προσοχῆς καί εἴδαμεν ἐν αὐτῆ τήν μεγάλην ὑμῶν πίστιν πρός τά θεῖα καί εὐλάβειάν σας καί τήν πρός τόν πολιοῦχον τῆς νήσου ἡμῶν, φρουρόν τε καί προστάτην πάσης τῆς ὑφηλίου, τόν Ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ τόν Πανορμίτην, εὐλάβειαν καί ἀφοσίωσιν ὑμῶν.
Ἤδη σᾶς καθιστοῦμε γνωστόν, ὅτι τό κιβώτιον τό ὁποῖον ἐρίψατε εἰς τήν θάλασσαν τήν 3ην παρελθόντος μηνός Ἰουνίου καί ἐντός τοῦ ὁποίου εὑρέθησαν δραχμές 25, κηρίον εἰς λαμπάδας ὀκάδες 2 καί 100 μικρά, καθώς καί 115 μικρά χωνία μοσχολίβανος, ἐταξίδευσεν ὁλοταχῶς καί ἀλανθάστως, μή πτοηθέν τούς σφοδρούς καί ἐναντίους ἀνέμους καί ὁδηγούμενον ὑπό τοῦ Ἀρχιστρατήγου πασῶν τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων, ἔφθασε τήν 10ην τρέχοντος μηνός ἔξωθι τοῦ λιμένος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, εἰς ἀπόστασιν πέντε μιλίων μακράν καί εἰς τινα ἀκτήν μιᾶς τῶν νησίδων. Ὅπερ εὑρεθέν ὑπό ἀλιέων τήν στιγμήν ἐκείνην, τό παρέλαβον μετά μεγάλης εὐλαβείας, μεταφέραντς αὐτό εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Πανορμίτου. Ὅπου οἱ ἐκεῖ Ἱερεῖς, ἐν πλήρῃ κατανύξει, ἐποιήσαντο ὑπέρ πάντων ὑμῶν ἔμπροσθεν τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τοῦ θείου Ἀρχαγγέλου κατανυκτικωτάτην Παράκλησιν, μνημονεύοντες ὑπέρ ψυχικῆς καί σωματικῆς σωτηρίας, ἅπαντα τά ἐντός τοῦ κιβωτίου εὑρισκόμενα ὀνόματά σας.
Θαυμάσαντες ὅθεν καί ἡμεῖς τήν μεγάλην σας εὐλάβειαν, εὐχόμεθά σας ἐξ’ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας, ὅπως ἡ χάρις τοῦ θείου πολιούχου καί προστάτου πάσης τῆς ὑφηλίου, τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτου, σκέπει, φρουρεῖ καί διαφυλάττει ὑμᾶς τε, ὡς καί ἅπαντας τούς οἶκους ὑμῶν, ὑπό τάς θείας καί ἁγίας Αὐτοῦ πτέρυγας, στέφει μέ πλήρη ἐπιτυχίαν ἁπάσας ὑμῶν τάς ἐπιχειρήσεις καί ὁδηγεῖ πάντας ὑμᾶς εἰς ἔργα ἀγαθά καί θεάρεστα.

Διατελοῦμεν μετά τιμῆς, οἱ Ἔφοροι τῆς Μονῆς

Ὕστερα ἀπό τήν ρίψιν τοῦ κυτίου εἰς τήν θάλασσαν καί τήν λῆψιν τῆς ἀπαντήσεως, μοῦ λέγει ὁ Γέρων προφητικῶ τῶ τρόπῳ: «Παιδί μου ἐγώ θά ἔχω ἀπέλθη ἐκ τῆς προσκαίρου ζωῆς ταύτης, ὅταν ὁ Κύριος θά παραχωρήση νά σᾶς ἔλθη ἀπό Χριστιανικήν οἰκογένειαν, τοιαύτης παρομοίας περιπτώσεως τάμα, ὡσάν αὐτό πού ταχυδρομήσαμε διά θαλάσσης πρός τόν Ἀρχάγγελον Σύμης. Θά σᾶς ἔλθη μάλιστα εἰς τήν Ἱεράν Μονήν, ἡ ὁποία εἶναι θέλημα Θεοῦ νά μείνη στερεά καί παγία, εἰς τόν τόπον ὅπου θά εἶναι Θεοῦ θέλημα νά κτιστῆ καί οἰκοδομηθῆ, διά νά μένη εἰς τόν αἰῶνα καί νά δοξάζεται τό Πανύμνητον καί Ὑπερένδοξον καί Πανάγιον ὄνομα Αὐτοῦ, τοῦ Παντοδυνάμου καί Παντοκράτορος Θεοῦ. Καθώς καί ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ θά φανερώση τήν ἐνέργειαν τῆς θείας χάριτος, διά νά ἐκτιμηθῆ καί δοξαστῆ ἔτι περισσότερον ἡ Γνησία Ἐκκλησιαστική Ὀρθόδοξος Παράδοσις»…
Ὅντως θαυμαστά τά ἔργα τοῦ θεοῦ καί τά τῆς Πίστεως κατορθώματα. Πράγματι εἴχαμε ἐγκατασταθεῖ εἰς τήν Ἱεράν Μονήν – εἰς τήν ὁποίαν, θείᾳ χάριτι, σήμερον εὑρισκόμεθα βιοῦντες – τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ Ἀθηκίων Κορινθίας. Ἐνταῦθα θά παραθέσωμεν τό θαῦμα τῶν Ἀρχαγγέλων, ὅπερ ὁ Γέρων Μωϋσῆς προεῖπε, προφητικῶ πνεύματι.
Ἔτος σωτήριον 1950. Οἰκογένεια τις διαμένουσα εἰς Βίλια Ἀττικῆς, εὐσεβής μήτηρ ὀνόματι Ἀναστασία, χήρα Οἰκονόμου, εἶχε μίαν κόρην καί ἦσαν Ὀρθόδοξοι. Κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην (πρό δεκαετίας), ὡς Ἱερεύς ἐξυπηρέτουν τό Παράρτημα Βιλίων (Ἱερός Ναός ἁγ. Μηνᾶ). Μέ τήν πάροδον ὅμως τῶν ἐτῶν, εἶχον λησμονήσει τήν οἰκογένειαν, ἀφοῦ ἄλλωστε εἶχεν παρέλθει δεκαετία καί εἶχον ἀντικατασταθεῖ ὑπό ἄλλων Ἱερέων…
Αὗτη λοιπόν ἡ Ἀναστασία Οἰκονόμου, γνωρίζουσα τό θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ (διότι ὅταν ζοῦσε ὁ Ὅσιος Γέρων Μωϋσῆς, πολλάκις ἐδιηγεῖτο τό θαῦμα, ἐνώπιον πολλῶν Χριστιανῶν, παρούσης καί τῆς Ἀναστασίας), αὗτη λέγω ἡ εὐσεβῆς γυνή, ἠθέλησε τό ἔτος 1950 ἵνα στείλη τήν βοήθειάν της μέ τόν τρόπον αὐτόν ἤ καί διά δοκιμήν ἴσως. Καί ὡς αὐτόπτης μάρτυς ἄρχομαι τῆς διηγήσεως. Θέλουσα καί ἐπιθυμοῦσα κατά τόν εὐσεβῆ πόθον της ἡ γυνή – λέγω - Ἀναστασία Οἰκονόμου, νά ἀποστείλη τό τάμα της εἰς τόν Ἀρχάγγελον Σύμης, θέτει ἐντός φιάλης ἀρκετά εὑρυχώρου καθαρά κηρία, λαμπαδίτσες καί ὀλίγα χρήματα, καθώς καί τήν σύστασίν της, δι’ ἀπάντησιν ἄμα τῆς λήψεως τοῦ τάματος αὐτῆς. Ἐσφράγισε δέ τήν φιάλην καί ἔρριψεν αὐτήν εἰς τήν θάλασσαν, πρός τήν κατεύθυνσιν τοῦ Ἀρχαγγέλου Σύμης.
Τί ὅμως οἰκονόμησε ὁ Θεός, διά νά ἀποδειχθῆ ἐμπράκτως τό προφητικό χάρισμα τοῦ Γέροντος Μωϋσέως, ὅπερ ἐδωρήθη εἰς αὐτόν παρά τοῦ Πανσόφου Θεοῦ; Ἡ φιάλη μέ τά κηρία ἔπλευσε εἰς τήν θάλασσαν καί κατευθύνθηκε πρός τήν ἀκτήν πλησίον τῆς πόλεως τῆς Κορίνθου.
Τήν ἐποχήν ἐκείνην λόγῳ τῆς οἰκοδομῆς τῶν διαφόρων κτιρίων (κελλίων, κ.λ.π.), τά ὁποῖα ἐκτίζαμε εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῶν Ἀρχαγγέλων Ἀθηκίων Κορινθίας, εἴχαμε στείλει δύο φορτηγά εἰς τήν παραλίαν τῆς Κορίνθου, διά νά μεταφέρουν ἄμμον διά τήν οἰκοδομήν. Ἐκεῖ ὅπου οἱ ἐργάτες ἐφόρτωναν τήν ἄμμον διά τοῦ πτύου ἐπί τῶν αὐτοκινήτων, αἴφνης εἷς ἐξ αὐτῶν βλέπει μίαν φιάλην πλησίον τῆς ἀκτῆς. Ἡ φιάλη ἔπλεε ἐπί τῶν κυμάτων. Τρέχει ἐκ περιεργείας καί ἀνασύρει ταύτην ἐκ τῶν ὑδάτων καί ἐξερχόμενος ἐπιδεικνύει αὐτήν εἰς τούς συνεργάτας του καί πάντες ἐκ συμφώνου ἀποσφραγίζουν ταύτην καί βλέποντες τό περιεχόμενον, ἀπαντοῦν δι’ ἐπιστολῆς εἰς τήν γυναῖκα (τήν σύστασιν τῆς ὁποίας εὗρον ἐντός τῆς φιάλης) καί ἐξιστοροῦν εἰς αὐτήν πῶς ἀκριβῶς καί πού εὗρον τό ταξιδεύον διά θαλάσσης τάμα της. Τήν ἐρώτησαν δέ ἄν ἔπρεπε νά τήν ρίξουν πάλιν εἰς τήν θάλασσαν ἤ νά τήν δώσουν εἰς τόν ναόν τῶν Ἀρχαγγέλων, εἰς τόν ὁποῖον ἠργάζοντο.
Ἡ γυνή, λαβοῦσα ὅλως ἀπροσδοκήτως τήν ἐπιστολήν τῶν ἐργατῶν ἀπήντησε (λογικῶς βεβαίως), ὅτι «ἐφ’ ὅσον τήν βρήκατε ἐκεῖ πλησίον εἰς τό μοναστήριον τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ τοῦ παλαιοῦ καί γνησίου ἡμερολογίου, εἶναι θέλημά των φαίνεται νά τήν πᾶτε ἐκεῖ»! Καί οὕτως μᾶς ἔφεραν οἱ ἄνθρωποι τό τάμα, διά τοῦ ὁποίου ἐπεσφραγίσθη τό προλεχθέν προορατικόν χάρισμα τοῦ Ἁγίου Γέροντος Μωϋσέως…

Ἡ ἐπίθεσις σκύλων κατά ἀνυποτάκτου καί γαστριμάργου δοκίμου.
Κατ’ ἐντολήν τοῦ Γέροντος ἡμῶν πατρός Μωϋσέως, Ἡγουμένου τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου» περιοχῆς Πλατάνου, τρίς τῆς ἑβδομάδος (ἤτοι Δευτέραν, Τετάρτην καί Παρασκευήν), τηρούσαμεν ἑνάτην, δηλαδή πανήμερον νηστείαν. Εἴχομεν τράπεζαν ἅπαξ τῆς ἡμέρας καί τοῦτο κατά τό ἑσπέρας. Ὅμως ἕνας δόκιμος μοναχός, εὑρισκόμενος εἰς τό Ἡσυχαστήριον τήν ἐποχήν ἐκείνην, ἦτο ὀλίγον γαστρίμαργος καί συνήθως δέν ἠρέσκετο εἰς τήν νηστείαν καί παντοιοτρόπως ἐπροφασίζετο ἐν ἁμαρτίαις, διά νά καταλύη τήν νηστείαν.
Ἦτο τῆς ἑβδομάδος ἡμέρα Τρίτη καί ἀφ’ ἑσπέρας μοῦ λέγει ἐμπιστευτικῶς ὁ Ὅσιος Γέρων Ἡγούμενος π. Μωϋσῆς: «Παιδί μου, Κάλλιστε, πρόσεχε νά δῆς αὐτός ὁ δόκιμος, αὔριο ὅπου εἶναι Τετάρτη καί ἔχομεν ἐννάτην, θά προφασισθῆ δῆθεν ὑπηρεσίαν του καί θά ζητήση νά κατέβη εἰς τήν πόλιν. Ὁ κύριος σκοπός του ἀποβλέπει εἰς τήν κατάλυσιν τῆς νηστείας καί τήν θεραπείαν τῆς γαστριμαργίας του. Ἀλλά δέν θά φθάση εἰς τήν πόλιν, ὅπου σκέπτεται νά πορευθῆ, διότι καθ’ ὁδόν θά τοῦ συμβῆ πειρασμός μέγας καί συνεπείᾳ τούτου θά κινδυνεύση καί θά ἐπιστρέψη ἄπρακτος. Αὐτό θά τό ἐπιτρέψη καί παραχωρήση ὁ Θεός, διά νά γίνη μάθημα διδακτικώτατον εἰς ὅλους σας, διά νά μάθετε νά ὑπακούετε καί νά κόπτετε τά θελήματά σας ἐνώπιον τοῦ Γέροντός σας, διότι ὡς γνωρίζετε ἡ ὑπακοή εἶναι ζωή καί ἡ παρακοή θάνατος. Ἀλλά καί πάλιν θά διδαχθῆτε διά νά γίνετε πνευματικοί ἐπιστήμονες, ὅπου μέ τό πάθημα τοῦ ἑνός διορθώνονται οἱ πολλοί καί ὁ παθών γίνεται ἰατρός. Ἔτι πλέον δέ ἵνα πληροφορηθῆτε ἅπαξ διά παντός, ὅπως ὑπακούετε εἰς τήν ἐντολήν καί ὑπακοήν τοῦ Γέροντός σας, τόν ὁποῖον ὁ Θεός φωτίζει διά νά διδάσκη καί καθοδηγῆ τάς ψυχάς τάς ὁποίας ὁ Θεός τοῦ ἔχει ἀναθέσει, ἄν καί ἁμαρτωλός. Ὁ Θεός ὅμως χάριν τῶν ἀθανάτων ψυχῶν, δίδει τήν φώτισιν εἰς τόν Γέροντα καί τήν θείαν Αὐτοῦ χάριν, διά τήν καθοδήγησιν τῶν ψυχῶν, ἵνα καιρῶ τῶ δέοντι κερδίσωσι τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»…
Τήν ἑπομένην λίαν πρωΐ, τελειώνοντας ἡ Ἀκολουθία τῆς πρωϊνῆς προσευχῆς, παρουσιάζεται ὁ δόκιμος ἐνώπιον τοῦ Γέροντος, παρακαλῶν αὐτόν ἵνα τῆ ἀδείᾳ καί εὐλογίᾳ του πορευθῆ εἰς τήν πόλιν τοῦ Λουτρακίου, δῆθεν διά κάποιαν ἐργασίαν, διότι ὡς ἰσχυρίζονταν ἕνας Χριστιανός ἤθελε νά ἀφιερώση κάποια πράγματα διά τό μοναστήριον καί τά τοιαῦτα. Ὁ Γέροντας τόν ἀπέτρεπε μέν, συγχρόνως δέ τόν νουθετοῦσε, συμβουλεύων νά συνηθίση νά κόπτη τό ἴδιον θέλημα καί νά ὑποτάσσεται εἰς τήν ἐντολήν τοῦ προεστῶτος Ἡγουμένου του, διά νά ἔχει τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, αὐτός ὅμως ἐπέμενε εἰς τό θέλημά του. Πάλιν ὁ Γέρων μέ ὑπομονήν καί ὑπίῳ τῶ τρόπῳ παρακινοῦσε αὐτόν νά μή προβῆ εἰς τό ἐγχείρημα τοῦ ταξειδίου, διότι θά κινδυνεύση καί προέτρεπε αὐτόν πάσῃ δυνάμει νά τό ἀναβάλη διά τήν αὔριον Πέμπτην ἤ διά τό Σάββατον, ὁπόταν θά οἰκονομηθῆ καλύτερον. «Ὄχι, Γέροντα - ἐπέμενε αὐτός – θά ὑπάγω σήμερον, εἶναι ἀνάγκη τά συναντήσω τόν ἄνθρωπον, ὡς διά τήν νηστείαν, παίρνω μαζί μου ψωμί ἀρκετόν καί οἰκονομοῦμαι».
Βλέπων ὁ Γέροντας τήν ἐπιμονήν τοῦ δοκίμου, ὅτι ἐπ΄ οὐδενί λόγῳ μεταβάλλει γνώμην, τοῦ λέγει κάπως ἀγανακτισμένος: «Ἐπί τέλους πήγαινε, ἀφοῦ μέ τόσην νουθεσίαν δέν δέχεσαι νά ὑπακούσης, πήγαινε καί θά ἐπιστρέψης ἄπρακτος καί μετανοημένος».
Ἀναχωρῶν ὁ δόκιμος λέγει μοι ὁ Γέρων Πατήρ Μωϋσῆς: «Παιδί μου Κάλλιστε, κάμε του προσευχήν μέ τό κομβοσχοίνιόν σου, διότι θά κινδυνεύση ὁ ταλαίπωρος εἰς θάνατον, διά νά λυπηθῆ αὐτόν ὁ Θεός καί γλυτώση ἀπό τούς αἰσθητούς κύνας, νά μήν τόν κατασπαράξουν, ἀλλά καί ἀπό τούς νοητούς κύνας δαίμονας».
Δέν παρῆλθον δύο περίπου ὧρες, νάτος καί ἔρχεται τρέχων, χλωμός, κίτρινος, κάθιδρος, κατατρομαγμένος καί τρέμων, πίπτει εἰς τούς πόδας τοῦ Ὁσίου Γέροντος καί ἔνδακρυς, μέ φωνήν τρέμουσαν λέγει αὐτῶ: «Γέροντά μου, εὐλόγησον, συγχώρησόν μοι, δέν πρόκειται πλέον νά σᾶς πικράνω καί νά σᾶς παρακούσω, οὔτε νά σᾶς ἐνοχλήσω καί νά λύσω τήν νηστείαν μου, μέ αὐτά ὅπου ἔπαθον σήμερον». Τότε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος καί σοφώτατος Γέρων Μωϋσῆς, καλεῖ ἄπασαν τήν ἀδελφότητα, διά νά διδαχθῆ ἐμπράκτως περί ὑπακοῆς. Συνήχθημεν ἅπαντες καί λέγει ὁ Γέροντας: «Ἐλᾶτε, τέκνα μου, νά ἀκροασθῶμεν τί συνέβη τοῦ ἀδελφοῦ». Καί ὁ ἀδελφός ἀρχίζει νά ἀφηγεῖται:
«Φεύγοντας ἀπό ἐδῶ φθάνω εἰς ἀρκετόν διάστημα δρόμου. Τότε ὁ ἐχθρός διάβολος μοῦ ἔδωκεν ἀφόρητον πεῖναν καί ἐσκέφθην νά φάγω τό ψωμί μου πρό τῆς κεκανονισμένης ὥρας τῆς ἑνάτης. Καθ’ ἧν στιγμήν ἐσκεπτόμην ἵνα καθήσω νά φάγω καί ἔτι διελογιζόμεν, αἴφνης ἀκούω μακρόθεν, ἐντός τοῦ πυκνοῦ δάσους γαυγίσματα σκύλων καί τρέχοντας ἀλματωδῶς ἔφθασαν πλησίον μου 4 – 5 σκύλοι μεγαλόσωμοι ὡσάν λεοντάρια, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο μέ ὀρμήν κατ’ ἐπάνω μου, γαυγίζοντες μανιωδῶς καί λυσσωδῶς.
Ὅταν ἀντίκρυσα τό φοβερόν αὐτό θέαμα καί βλέποντας τούς κοπτερούς ὀδόντας τῶν σκύλων νά εἶναι σάν αἰχμηρά νυστέρια, ἔνοιωσα μίαν πίεσιν εἰς τούς νεφρούς μου, νά πιέζη κυκλικῶς τήν μέσην τοῦ σώματός μου καί ἐν συνεχείᾳ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μου νά ψύχονται. Τότε βάζω μίαν φωνήν, ὅσον ἠδυνάμην, ὅπου ἀντιλάλησαν τά γύρω βουνά καί ὄρη: «Παναγία μου – φωνάζω – τί νά ποιήσω τήν στιγμήν ταύτην; Ἄν τρέξω θά μέ προφθάσουν καί θά μέ κατασπαράξουν». Τό αἷμα μου πάγωσε, ἡ καρδία μου ἔπαλλε ταχύτατα, οἱ πόδες μου ἔτρεμον, ἡ ἀναπνοή μου λιγόστευσε καί εἰς τόν λάρυγγα ἔνοιωθα μίαν πικρίαν νά ἀνεβοκατεβαίνει, αἱ σκέψεις μου διελύθησαν, σχεδόν ὅλον μου τό σῶμα παρέλυσε, παρ’ ὀλίγον νά σωριασθῶ ἠμιθανής ἔνεκα τοῦ φόβου μου. Ἡ εὐχή σας, Γέροντα, μέ φώτισε καί γονατίζω πάραυτα, ὑψώνω τάς χείρας πρός τόν οὐρανόν καί μέ φωνήν μεγάλην εἶπον:
«Θεέ μου, Παναγία μου, σώσατέ με ἀπό τήν κρίσιμον αὐτήν καί θανάσιμον στιγμήν, γλιτώσατέ με καί δέν πρόκειται πλέον νά στενοχωρήσω τόν ἅγιον Γέροντά μου καί νά τοῦ κάνω παρακοήν. Ἡ εὐχή σας Γέροντα νά μέ σώσει τόν ἄθλιον καί ἐπιστρέφω εἰς τό Ἡσυχαστήριον».
Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος! Οἱ σκύλοι ἐστάθησαν εἰς ἀπόστασιν δέκα μέτρων, ἔπαυσαν τό γαύγισμα καί ὀσφρανθέντες, κύπτοντες τάς κεφαλάς των, ἐπέτρεψαν εἰς τό δάσος!
Συνῆλθον καί ἀνιστάμενος ἤρχισα νά βαδίζω πρός τήν Ἱεράν Μονήν μας. Εἰς μίαν στιγμήν ὁ ἐχθρός διάβολος πάλιν μέ ἐπείραξεν καί διαλογιζόμενος εἶπον εἰς τόν ἑαυτόν μου: «Τώρα οἱ σκύλοι ἀπεμακρύνθησαν, θά ἐπιστρέψω πάλιν διά τήν πόλιν, ἵνα τελειώσω τήν ἐργασίαν μου». Μόλις ὅμως ὅδευσα ὀλίγα βήματα πρός τήν πόλιν, νά καί βλέπω πάλιν τούς σκύλους νά ἔρχονται τώρα μέ μεγαλυτέραν λύσσαν καί ἀγριότητα κατ’ ἐπάνω μου, ὁρμητικότεροι ἀπό πρίν!
«Παναγία μου - λέγω – σκούρα τά ἔχω». Στρέφω τό πρόσωπόν μου πρός τήν Ἱεράν Μονήν, γονατίζω καί πάλιν καί ἐπεκαλέσθην τήν εὐχή σας, Γέροντα. Τώρα οἱ σκύλοι ἐπλησίασαν περισσότερον, εἰς τά πέντε μέτρα, ἀλλά πάλιν ἡ εὐχή σας τούς ἐφίμωσε καί δέν μέ ἐνόχλησαν!
Ἐκάθισα διά νά ξεκουρασθῶ καί συνέλθω ὀλίγον καί νά συνεχίσω τόν δρόμον πρός τό Ἡσυχαστήριον. Οἱ σκύλοι οὔτε ἐφαίνοντο πλέον, ἀλλά οὔτε καί ἠκούοντο. Συνῆλθον καί ἑτοιμαζόμην διά τήν πορείαν, τί συνέβη ὅμως; Τώρα ἦλθε δοκιμασία χειροτέρα τῆς πρώτης. Ἀλλεπάλληλα κύματα λογισμῶν ἐτάραττον σφόδρα τήν διάνοιάν μου. Ἐσκεπτόμην, «οἱ σκύλοι τώρα ἀπεμακρύνθησαν πέραν τοῦ δέοντος, ἄλλωστε ἐκουράσθησαν καί δέν πρόκειται νά ἐπανέλθουν διά νά μέ ἐνοχλήσουν». Ἀρκετά παλέψας μετά τῶν ἐναντίον λογισμῶν, δυστυχῶς ἐνικήθην καί ἐπέστρεψα εἰς τόν ἀρχικόν σκοπόν μου. Προχωρῶ πρός τήν πόλιν καί ἐβάδισα περισσότερον ἀπό πρίν. Ἔφθασα σχεδόν εἰς τό τέλος τοῦ δρόμου, μόλις ἄφηνα τό δάσος καί ἄρχισα νά ἀντικρίζω τά σπίτια τῆς κωμοπόλεως Λουτρακίου. Αἴφνης στρέφω τούς ὀφθαλμούς μου πρός τά ὄπισθεν τοῦ δρόμου. Παναγία μου, τί φρικτόν θέαμα! Ἔτρεχαν οἱ σκύλοι κατ’ ἐπάνω μου καί ὠρυόμενοι μέ κατέφθασαν. Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου! ἡ κρισιμοτέρα στιγμή τῆς ζωῆς μου παρουσιάζεται ἔμπροσθέν μου. Τρέχει μέν ἕνας σκύλος ὄπισθέν μου καί ὀρθούμενος θέτει τούς δύο ἐμπροσθίους πόδας του ἐπάνωθεν τῶν ὤμων μου! Δεύτερος ἔρχεται ἐμπρός μου καί αὐτός ὠρθοῦται καί θέτει τούς δύο ἐμπροσθίους πόδας του ἐπί τοῦ στήθους μου καί μέ γαυγίσματα θηριωδέστατα μέ ἀπειλοῦν. Οἱ ὑπόλοιποι δέ σκύλοι, ἱστάμενοι πέριξ ἐμοῦ οὐρλιάζουν φρικτῶς. «Θεέ μου, Παναγία μου - εἶπον – δικαίως ἔπαθον, εἶμαι ἀναπολόγητος, ἀξιοκατάκριτος καί ἀξιοκαταδίκαστος. Τώρα δέν πρόκειται νά σωθῶ. Ἄν καί πολύ ἀνεδείχθην ἀσεβής καί ἀναιδής, ἄς ἐπικαλεσθῶ διά τελευταῖαν φοράν τήν εὐχήν τοῦ Γέροντος καί ἄν σωθῶ ἔχει καλῶς».
Ἤρχισα τότε νά φωνάζω, «Γέροντα, Γέροντα, Γέροντα, διά τελευταῖαν φοράν ἡ εὐχή σας νά μέ ἐλευθερώσει ἀπό τόν κίνδυνον τοῦ θανάτου, νά ἔλθω τουλάχιστον νά ἐξομολογηθῶ καί ἄς πεθάνω μετά τήν ἐξομολόγησιν». Ὅταν τελείωσα τήν ἐπίκλησιν τῆς εὐχῆς σας, Γέροντα, παραχρῆμα ὁ σκύλος ὅπου ἦτο ἀνορθωμένος ἐμπρός μου, ἤρχισε νά γλύφη τάς χείρας μου καί οἱ λοιποί σκύλοι ἡσυχάσαντες, μέ ἄφησαν ἐλεύθερον καί ἀπεχώρησαν ἥρεμοι.
Μόλις συνῆλθον ὁ ἀνάξιος, μετενόησα καί ἐπανῆλθον εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας. Σᾶς εὐχαριστῶ, ἅγιε Γέροντα, διά τήν καλήν σας συμβουλήν, ἀλλά δέν τήν ἤκουσα ὁ ταλαίπωρος καί ἔπαθον τά τρομερά γεγονότα τά ὁποῖα σᾶς ἐδιηγήθην καί τά ὁποῖα θά μοῦ μείνουν ἀξέχαστα εἰς ὅλην μου τήν ζωήν. Νά μέ συγχωρεῖτε καί πάλιν, διότι πολύ σᾶς ἐπίκρανα. Πλέον ἐλπίζω εἰς τόν Θεόν νά μέ ἐνδυναμώση μέ τήν εὐχήν σας, νά ἐργασθῶ ὡς πραγματικός μοναχός καί εὐπειθέστατος ὑποτακτικός σας».
Ταῦτα εἰπών ὁ δόκιμος ἀδελφός, ἔθεσε τήν καθιερωμένην μετάνοιαν εἰς τόν Γέροντά του καί ἔλαβεν συγχώρησιν παρά τοῦ Γέροντος Καθηγουμένου Μωϋσέως. Ἔκτοτε συνεμορφώθη καί ζοῦσε ἐναρέτως…

Ἡ ἀσθένεια τῆς ἀδελφότητος καί ἡ ἔλλειψις τροφίμων εἰς τήν ἐποχήν τῆς Κατοχῆς
Ἡ κατοχή τῶν ξένων στρατευμάτων συνεχίζεται εἰς τήν χώραν μας. Ἡ πεῖνα μαστίζει ἀδυσώπητα καί ἀλύπητα. Τά θύματα ἀπό τήν πεῖνα ἀφθονοῦν. Ἡ τιμωρία μας ἀμείλικτος, ἔνεκα τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας. Θεέ μου, λυπήσου τό πλάσμα Σου καί λύτρωσαί μας ἐκ τῶν δεινῶν τῆς μαύρης Κατοχῆς. Ἀλλά ὁ κανόνας δέν ἐτελείωσε ἀκόμη καί ὡς φαίνεται πρέπει νά ἔλθη τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ἄς ἔχει δόξαν τό ὄνομά Σου, Κύριε Θεέ μου, μόνον δίδε εἰς ἡμᾶς ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις καί παρηγοριά εἰς τάς στερήσεις.
Μίαν ἡμέραν, ὧραν ἀπογευματινήν, πλησιάζει τόν Γέροντα Πατέρα Μωϋσῆ ἡ μεγαλυτέρα γραῖα ἀδελφή, τό ὄνομά της Εὐλογία. Γονυπετεῖ ἔμπροσθεν τοῦ Γέροντος καί κλαίουσα ἀναγγέλει, ὅτι αἱ ἀδελφαί μοναχαί ὅλαι ἀσθενοῦν καί κατάκεινται κλινήρεις πυρέσσουσαι σφόδρα καί δέν δύνανται νά ἔλθουν εἰς τόν Ἑσπερινόν. «Καί ἐπί πλέον δέν ὑπάρχει τίποτε - εἶπε εἰς τόν Γέροντα – διά τήν παρηγορίαν τῆς ἀσθενείας, τί νά τούς δώσω; Ζάχαρη δέν ὑπάρχει διά ζεστό ρόφημα, οὔτε ζυμαρικά, ἀλλ’ οὔτε καί ψωμί. Μόνον χόρτα τοῦ ἀγροῦ, τά ὁποῖα θά μαγειρεύσω χωρίς λάδι, διότι οὔτε λάδι ὑπάρχει, μέ λίγες ἐλιές θά τίς οἰκονομήσω, νά περάσουμε ἀπόψε καί ἄν συμβῆ καί ἀποθάνη καμία ἐδῶ εἰς τήν ἔρημον, δέν γνωρίζω τί θά γίνουμε».
Καί θρηνοῦσε ἡ δυστυχής ἀπαρηγόρητος. Τότε τῆς λέγει ὁ Ὅσιος Γέρων Πατήρ Μωϋσῆς μέ τήν παρήγορον αὐτοῦ γλῶσσαν, ἤρεμος, ἀτάραχος καί ἀπαθῶς. «Μήν στενοχωρῆστε, παιδιά μου, διότι αὔριον θά ἔχουν θεραπευθῆ ὅλες οἱ ἀσθενοῦσες ἀδελφές μοναχές. Τό πολύ μέχρι τίς 10 ἡ ὧρα θά ἔχουμε τρόφιμα, θά μᾶς φέρη ὁ Θεός, ἀκόμη καί τοῦ πουλιοῦ τό γάλα. Μόνον, μή ταρασέσθω ἡ καρδία σας καί διαλογίζεσθε καί ἀπιστεῖτε. Ὁ Χριστός ἔχει τήν φροντίδα μας, περάστε τήν βραδιά ἀπόψε ὅπως δύνασθε καί μή μεριμνᾶτε διά τήν αὔριον. Ἡ γάρ αὔριο μεριμνήσει τά ἑαυτῆς. Ὡς διά τόν Ἑσπερινόν, ἐκεῖ εἰς τά κρεββατάκια σας νά λέγετε τήν εὐχήν ἀγογγύστως, ἄνεϋ λογισμῶν διά τήν στέρησιν καί ὁ Θεός θά οἰκονομήση τά πάντα».
Καταλήγων ὁ Ἄγιος Γέρων τάς συμβουλάς του πρός τήν ἀδελφήν, εἰσῆλθεν εἰς τό κελλίον του διά προσευχήν. Τότε μοῦ λέγει ἡ ἀδελφή Εὐλογία μυστικά: «Ἀδελφέ μου πάτερ Κάλλιστε, δέν εἶναι καλά ὁ Γέροντας. Ἄκουσες τί εἶπε; Ὅτι αὔριο τό πρωΐ εἰς τάς 10 ἡ ὧρα, θά ἔχουμε τοῦ πουλιοῦ τό γάλα. Μά πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό, ἐδῶ εἰς τήν ἔρημον; Ἀλλοίμονο, θά μᾶς φάγουν τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τά σαρκοβόρα ὄρνεα. Καί ὁ Γέροντας λέγει θά ἔχουμε τοῦ πουλιοῦ τό γάλα».
Τήν ἐπαρηγόρησα ὅσο τό δυνατόν, μέ τά λόγια βεβαίως, καί ἔφυγε κλαίουσα διά νά ἡσυχάση. Τήν ἐπαύριον εἰς τάς ὀκτώ τό πρωΐ, καλεῖ ὁ Γέροντας τέσσαρας ἀδελφάς μοναχάς καί λέγει πρός αὐτάς: «Πάρετε τά καλάθια καί τά μαχαίρια καί πηγαίνετε νά φέρετε χόρτα». Ὑπέδειξε δέ εἰς αὐτάς μίαν τοποθεσίαν ὑψηλά εἰς τό ὄρος. «Ἐκεῖ θά πᾶτε διά νά βρεῖτε χόρτα – τούς εἶπε - διά νά θεραπεύσουμε τήν πεῖνα μας».
Ἡ μεγαλυτέρα ἀδελφή πάλιν ἐνίσταται ἐναντίον τοῦ Γέροντος. Πράγματι δέν ὑπῆρχαν χόρτα εἰς τό ὄρος, διότι εὑρίσκοντο εἰς τήν πεδιάδα. Ἐκεῖ ἦσαν τά λεγόμενα ρασολάχανα ἐν ἀφθονίᾳ. Δίδει τήν ἐντολήν ὁ Γέροντας καί πορεύεται εἰς τό κελλίον του. Ἔρχεται ἡ γραῖα Εὐλογία καί μοῦ λέγει: «Ἀδελφέ μου Κάλλιστε, τώρα ἐβεβαιώθημεν καί διεπιστώσαμε πραγματικῶς, ὅτι ὁ Γέροντάς μας - ἔνεκα ὅπως φαίνεται τῆς μεγάλης μας ἀνέχειας καί τῆς πτωχείας - ἔχει πολύ στενοχωρηθεῖ καί δέν εἶναι διόλου καλά. Τά χόρτα εἶναι ἐκεῖ κάτω εἰς τά χωράφια καί ὄχι εἰς τό ξερόν βουνό. Ἐκεῖ πού θά πᾶμε τί νά φέρουμε; Ξερά ξῦλα ἤ κουκουνάρες ἀπό τά πεῦκα; Τί νά κάνουμε; Νά πᾶμε ἤ νά μήν πᾶμε
Βλέποντας τήν στενοχωρία των ἐγώ ὁ ἐλάχιστος καί ταλαίπωρος, εἰσέτι καί ἀδόκιμος, ἀπήντησα: «Ἀδελφή μου, δέν εἶναι ὡς λέγει, ἀλλά ἄν δέν ἐκτελέσωμεν τήν ὑπακοήν εἰς τόν Γέροντα θά τόν πικράνουμε ἔτι περισσότερον. Ὅταν βεβαίως τό μάθει θά στενοχωρηθῆ καί ἡμεῖς θά εἴμεθα εἰς τήν παράβασιν τῆς ἐντολῆς του, θά λογιζόμεθα παρήκοοι. Δέν θά εἶναι χειρότερον; Καλόν εἶναι νομίζω νά πηγαίνετε ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου σᾶς ὑπέδειξε καί ἐπιστρέφοντας τοῦ λέγετε μέ ταπείνωσιν καί ἠρεμίαν: «Γέροντά μου μέ τήν εὐχή σας, πήγαμε εἰς τό μέρος ὅπου μᾶς ὑποδείξατε καί οὐδέν εὕρομεν. Ἀλλά, ἄν θέλετε καί εἶναι εὐλογημένον, μέ τήν εὐχή σας νά πᾶμε ἐκεῖ ὅπου πηγαίναμε κάθε ἡμέραν διά χόρτα. Διότι ἐκεῖ εἶναι ἄφθονα καί ἐντός ὀλίγης ὧρας θά τά φέρωμεν, ἐνῶ εἰς τό βουνό δέν βρήκαμε τίποτα». Ἔστι νομίζω θά χαρεῖ διά τήν ὑπακοήν καί θά σᾶς δώση τήν εὐχήν του ἐγκαρδίως».
Ταῦτα ἤκουσαν οἱ ἀδελφές, λέγουν «νά εἶναι εὐλογημένο, θά κάνωμεν ὑπακοήν» καί ξεκίνησαν διά τά χόρτα. Ἔφθασαν ὡς ἐκεῖ, εἰς τήν κορυφήν τοῦ λόφου, ἐρεύνησαν παντοῦ διά χόρτα καί οὐδέν εὗρον. Προχωροῦν εὑρύτερον, οὐδέν εἶδον. Ἤρχισαν ὡς ἦτο ἑπόμενον νά στενοχωροῦνται, διότι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἀσθένεια τῆς ἐλονοσίας τάς εἶχεν εξαντλήσει, ἀφ’ ἑτέρου ἡ πεῖνα τάς ἐβασάνιζεν καί φυσικά ὁ πειρασμός ἦτο πολύ μεγάλος, διότι καί ὁ δαίμων παραλλήλως τάς ἐπολεμοῦσε μέ λογισμούς κατακρίσεως.
Εἶχον πλέον κουρασθεῖ καί ἑτοιμάζονταν διά τήν ἐπιστροφήν. Αἴφνης στρέφουν τά ὄμματα πρός τόν ἐκεῖ παρακείμενον χείμαρον, ὡσάν νά βλέπουν κάτι τό ἀπροσδόκητον. Βλέπουν καί ἀποροῦν. Ἔτι περισσότερον τείνουν τούς ὀφθαλμούς διά νά ἰδοῦν καλύτερα. Ἀντελήφθησαν κάτι τό σημαντικόν διά τῆς ἐπισταμένης ὁράσεως καί πάραυτα τρέχουν. Τρέχουν ὁλοταχῶς εἰς τόν Γέροντα καί λέγουν ἀσθαίμουσαι:
«Ἅγιε Γέροντα! Ἅγιε Γέροντα!»
«Τί συμβαίνει παιδιά μου;» λέγει ὁ Γέροντας.
«Μέ τήν εὐχή σας Γέροντα - τοῦ λέγουν – κάτω εἰς τό βάθος τοῦ χειμάρου, ὅπου ἔχει δρόμον, εἶναι ἕνα αὐτοκίνητον Ἀγγλικό γεμάτο τρόφιμα. Τό ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ Ἄγγλοι, λόγῳ τοῦ βομβαρδισμοῦ τῶν Γερμανῶν».
«Ἡσυχάσατε – λέγει ὁ Γέροντας – δικά μας εἶναι. Τά ἔστειλε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ Κυρία Θεοτόκος, μέ εἰδοποίησαν χθές νά πᾶτε νά τά φέρετε εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας, πρός θεραπείαν τῆς ἀδελφότητος. Ὑμεῖς ἀσφαλῶς θά ὑποθέσατε, ὅτι εἶμαι τρελλός, ἀλλά δέν πειράζει. Ἀρκεῖ πού μᾶς ἔστειλε ὁ Θεός τρόφιμα καί ἡ ἀνθρωπίνη ἀδυναμία θεραπεύεται πάλιν μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐδοκίμασεν ὁ Θεός, διά νά μᾶς παιδαγωγήσει εἰς τό χάρισμα τῆς ὑπακοῆς, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς καρτερίας. Πηγαίνετε τώρα νά τά φέρετε».
Τρέχουν προθύμως αἱ ἀδελφαί καί μέ χαράν μεταφέρουν ἅπαντα τά τρόφιμα εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας, τά ὁποῖα ἦσαν πλουσιώτατα καί ἔφθασαν διά πολλῶν μηνῶν τροφήν…

Ἡ ἀνεύρεσις τῆς ἀπωλεσθείσης αἰγός.
Ἔνεκα τῶν πολυπληθῶν καί ἀνηκούστων ἁμαρτιῶν μας, ἡ μαύρη Κατοχή συνεχίζεται. Ἡ πενία καί ἡ πεῖνα ἔχουν λάβει τό μαστίγιον καί δέρουν ἀνελεήτως τόν πεινασμένον καί δυστυχισμένον λαόν τῆς ἐνδόξου ἄλλοτε, ἀλλά δοκιμαζομένης σήμερον Πατρίδος μας. Εὑρισκόμεθα εἰσέτι εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν. Δεσπόζει ἡ στέρησις τῶν ἀναγκαίων τροφίμων καί μαστίζεται ἡ ἀνθρωπότης ὑπό τῆς μάστιγος τοῦ πολέμου. Θλιβόμεθα σφοδρῶς καί λυπούμεθα βαθέως καί ἀλγεινότατα διά τήν οἰκτράν καί ἀθλίαν αὐτήν κατάστασιν. Ἡ παντελῆς στέρησις τροφῆς, ἔφερεν εἰς ἀδιέξοδον πολλάκις τήν ἀδελφότητα. Ἡ μόνη μας παρηγορία ἦτο, ὅτι αἱ ἀδελφαί μοναχαί συνετηροῦντο – Θεία Χάριτι - ἀπό τά ὀλίγα ἐργόχειρα καί ἐνίοτε ἀπό τάς προσφοράς καλοπροαιρέτων καί εὐσεβῶν προσκυνητῶν Χριστιανῶν.
Ἦλθε μίαν φοράν ἕνας προσκυνητής εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Ἀντιληφθεῖς τήν στέρρησιν τῆς ἀδελφότητος καί τήν ἐσχάτην πτωχείαν, ὁ ἄνθρωπος αὐτός συνεκινήθη καί συμπόνεσε τήν ὅλην κατάστασιν. Θέλησε νά δωρήση μίαν αἶγα (κατσίκα) εἰς τό μοναστήριον διά παραμυθίαν, διά νά ἔχουν αἱ ἀσθενεῖς ἀδελφαί τό γάλα τοῦ ζώου. Καί αὐτός πτωχός ἦτο, ἀλλά κινηθεῖς χάριν εὐσπλαχνίας ἐδωρήσατο τήν αἶγαν του.
Ἡ ἡμέρα ἦτο Παρασκευή τῆς ἑβδομάδος, πρωΐ, ὅπου ὁ προσκυνητής ἔφερε τήν αἶγαν εἰς τήν ἀδελφότητα. Τήν ἐπιοῦσαν ἡμέραν Σάββατον, λίαν πρωΐ, ἡ αἶγα ἐξηφανίσθη ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου. Αἱ ἀδελφαί μοναχαί ἐλυπήθησαν σφόδρα διά τήν ἀπώλειαν τῆς αἰγός, μή γινώσκουσαι ποίαν κατεύθυνσιν ἠκολούθησε. Ἀνήγγειλαν τῶ Γέροντι τήν ἀπώλειαν τοῦ ζώου. Ὁ Ὅσιος πατήρ ἡμῶν Γέρων Μωϋσῆς ὅμως, ἀκούων ταῦτα ἐφαίνετο λίαν ἱκανοποιημένος. Ἀρχήν δέν λαβών ἐκ τοῦ συμβάντος ἤρχισε νά λέγει:
«Μή λυπεῖσθε, παιδιά μου, καί μή στενοχωρῆσθε ἀδίκως, διότι ἡ ἄκαιρος λύπη καταστρέφει τήν ὑγείαν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Παραχωρήσει Θεοῦ ἐξηφανίσθη τό ζῶον, διά νά φανερωθῆ ἡ ἐπισκιάζουσα χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τούς ἀνθρώπους πού πιστεύουν ἀδιακρίτως εἰς τόν Θεόν. Διά νά ἰδοῦμε τώρα, ποία ἐκ τῶν μοναζουσῶν θά κάμη ὑπακοήν καί θά πορευθῆ πρός ἀναζήτησιν καί εὕρεσιν τῆς ἀπωλεσθείσης αἰγός; Ὁ Θεός πολλάκις φωτίζει καί τά ζῶα, διά νά γνωρίζουν τούς γνησίους οἰκιακούς των».
Τελειώνοντας τόν λόγον, ἀμέσως καλεῖ κατ’ ὄνομα δύο ἀδαλφάς μοναχάς, λέγων ἡ τάδε καί ἡ τάδε ἑτοιμασθῆτε νά ὑπάγετε πρός ἀνεύρεσιν τοῦ χαμένου ζώου. Αἱ κληθεῖσαι παρά τοῦ Γέροντος μοναχαί, ἠρνήθησαν κατηγορηματικῶς τήν ἐντολήν του, ἠρνήθησαν διαρρήδην καί μέ ὀξείαν φωνήν λέγουν:
«Γέροντα, τί λέγετε; Πού νά πᾶμε; Οὔτε τό ζῶον γνωρίζομεν καλῶς, διότι ὅταν τό ἔφερε ὁ προσκυνητής ἡμεῖς δέν τό εἴδομεν καί οὔτε γνωρίζομεν πού νά πᾶμε. Ἀφήσατέ μας ἡσύχους, νά ἔχωμεν τήν πεῖναν καί τήν πτωχείαν μας, ἀδύνατον εἶναι νά ὑπάγωμεν. Ἔχετέ μας παρητημένας, λέγετέ μας τίποτε ἄλλον καί περί κατσίκας μήν μᾶς ἐνοχλῆτε».
Τότε ὁ Γέρων Μωϋσῆς μειδιών καί μέ χαριεστάτην διάθεσιν καί πρόσωπον λάμπων ἀπό πνευματικήν ἱκανοποίησιν, δέν ἀπελπίστηκε, ἀλλά παρότρυνε καί τάς ὑπολοίπους ἀδελφάς νά ὑπάγουν εἰς ἀναζήτησιν τοῦ χαμένου ζώου. Ἀλλά ἀπό ὅσας ἦσαν παρούσαι κατά τήν στιγμήν ἐκείνην, σχεδόν οὐδεμία δέν ἠθέλησε νά ὑπακούση. Προσεποιήθησαν ἅπασαι διαφόρους προφάσεις, μεταξύ τῶν πολλῶν καί τήν ἄγνοιαν, ὡς δικαιολογημένον ἀντιρρητικόν αἴτιον.
Τότε ὁ Ὅσιος Γέρων Μωϋσῆς στρέφει τόν λόγον του εἰς δύο μαναχάς, αἴτινες ἦλθον τήν στιγμήν ἐκείνην ἀπό μακρυνόν ταξείδιον. Ἡ μία ἐξ αὐτῶν εἶχε ὑψηλόν πυρετόν (39 βαθμῶν) καί τά πέλματα τῶν ποδῶν της ἦσαν πληγωμένα ἕνεκα τῆς μακρᾶς ὁδοιπορίας, καθ’ ὅσον ὥδευεν σχεδόν ἀνυπόδητος. Λέγει ὁ Ὅσιος Γέροντας: «Τώρα, παιδιά μου, ἄν καί εἶσθε κουρασμέναι καί ἀσθενεῖς καί ἡ ὧρα περασμένη (διότι ἐπλησίαζε ἑσπέρας), θά κάμετε τόν κόπον καί τήν ὑπακοήν ἐσεῖς οἱ δύο, νά πᾶτε εἰς τό κατέναντι χωρίον, νά φέρετε τήν χαμένην αἶγαν. Θά τήν βρεῖτε ἀμέσως, χωρίς πολύν κόπον. Λάβετε τήν καλοσύνην καί πηγαίνετε. Διά νά μή κουρασθῆτε πολύ, νά ἐρωτήσετε τόν Ἀστυνόμον τοῦ χωριοῦ καί θά σᾶς πληροφορήση, ὥστε νά μήν τριγυρνᾶτε ἀσκόπως».
Τότε ἡ ἀδελφότης, ὅταν ἤκουσε τήν ἐντολήν τοῦ Γέροντος, γνωρίζουσα ὅτι ἡ ἀδελφή ὑποφέρει ἀπό πυρετόν καί οἱ πόδες της γέμουν πληγῶν, παρακαλεῖ τόν Γέροντα νά μή στείλη αὐτήν, διότι δέν εὑρίσκετο παρούσα ὅταν ὁ προσκυνητής ἔφερε τό ζῶον, ἑπομένως οὔτε τήν μορφήν τοῦ ζώου γνωρίζει καί θά κοπιάση ἀδίκως, ἀλλά καί ἡ ἀσθένειά της θά ἐπιδεινωθῆ περισσότερον. Ὅμως ὁ Ὅσιος Γέροντας ἄκαμπτος, μέ ἐπιτακτικόν ὕφος, λέγει εἰς ἐπήκοον πάντων:
«Ἄμε, παιδί μου. Κάμε ὑπομονήν, σήκω ἐπάνω καί ἀψήφισον τόν θάνατον, ἀψήφισον τούς πόνους τούς σώματος, διότι ὁ κόπος περνᾶ καί ὁ μισθός μένει εἰς τόν αἰῶνα. Ἐμπρός, ἄμε, διά τήν ἀγάπην τῆς ὑπακοῆς, τέκνον τοῦ Θεοῦ. Βράβευσον στέφανον μαρτυρίου, διότι εἰς τήν ὑπακοήν δίδονται οἱ στέφανοι τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἀγαλλιάσεως. Μή χρονοτριβῆς νά φέρης τό ἀπωλεσθέν ζῶον τοῦ μοναστηριοῦ».
Ἡ ἀσθενής ὑπήκουσε, ἀνεκλήθη καί ἐποίησε τήν καθιερωμένην μετάνοιαν τῶ Γέροντι, καθώς καί ἡ δευτέρα ἀδελφή, ἡ ὁποία τῆς ἐδόθη διά συντροφίαν καί ἐπορεύθησαν ἀμφότεραι πρός τό ὑποδειχθέν ὑπό τοῦ Γέροντος χωρίον, διά τήν ἀνεύρεσιν τοῦ ζώου. Πράγματι ἔφθασαν εἰς τό ρηθέν χωρίον καί μάλιστα μέ βροχή, διότι ἦτο χειμών. Καθ’ ὁδόν μάλιστα συνήντησαν τόν κ. Ἀστυνόμον τοῦ χωρίου καί κατά τήν ἐντολήν τοῦ Γέροντος τόν ἠρώτησαν σχετικῶς. «Πράγματι – τούς εἶπεν ὁ ἀστυνομικός – μᾶς ἔφεραν οἱ ἀγροφύλακες μίαν γίδα, ἀλλά δέν γνωρίζομεν τίνος εἶναι καί μέχρις ὧρας κανείς ἰδιοκτήτης δέν παρουσιάσθηκε, ἐλάτε νά τήν δεῖτε καί ἄν εἶναι δικιά σας νά τήν πάρετε».
Πηγαίνοντας αἱ ἀδελφαί ἔλεγον καθ’ ὁδόν πρός ἑαυτάς: «Ὧ τόν εὐλογημένο τόν Γέροντα πού μᾶς ἔστειλε! Τί νά κάνουμε; Οὔτε τό ζῶον, οὔτε τήν μορφήν του γνωρίζουμε, ἀδίκως ταλαιπωρούμεθα. Ἀλλά, τί θά εἴπωμεν είς τόν Ἀστυνόμον, ὅταν μᾶς ἐρωτήσει ἄν εἶναι αὐτό τό ζῶο; Μιά καί ἤλθαμε ὡς ἐδῶ, ἄς πηγαίνουμε καί ὁ Θεός βοηθός».
Μόλις ἔφθασαν καί ἤνοιξε ὁ Ἀστυνόμος τήν θύραν, ἐκεῖ ὅπου ἐφυλάττετο τό ζῶον, αὐτό ἤρχισε νά βελάζη δυνατά καί νά τρέχη πρός τάς μοναχάς! Τότε ὁ Ἀστυνόμος, πιστοποιήσας ἀπό τά κινήσεις τοῦ ζῶου ὅτι ἦτο ἰδικόν των, τό παρέδωσε εἰς τάς μοναχάς, αἵτινες χαίρουσαι τό ἔφερον εἰς τό Ἱερόν Ἡσυχαστήριον. Ἡ δέ ἀσθενοῦσα ἀδελφή ἐγένετο ὑγιής, ἔνεκα τῆς ὑπακοῆς καί αἱ εὐχαί τοῦ Ὁσίου Γέροντος ἐνήργησαν διά τήν θεραπείαν της, διά νά βραβευθῆ τό ἔργον τῆς ἁγίας ὑπακοῆς , ἀλλ’ ἔτι καί διά νά πιστοποιηθῆ ἡ ίσχύς καί ἡ δύναμις τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Γέροντος Μωϋσέως…

Περί τῆς πασχούσης καί δαιμονιζομένης Μοναχῆς
Εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν Ἀθηκίων, ἡγουμενεύοντος τοῦ ἁγίου Γέροντος Μωϋσέως, τό ἔτος 1943 – 1944, μία ἐκ τῶν μοναζουσῶν ἀδελφή μοναχή ἐδαιμονίσθη καί ἐπειράζετο δεινῶς καί ἐνοχλεῖτο σφοδρότατα ὑπό φοβεροῦ δαίμονος. Πολλάκις ἐφώναζε καί ἐπολυλόγει ἀδιακόπως, λέγουσα ἀσυναρτησίας, καθώς ὁ δαίμων ὑπηγόρευε εἰς αὐτήν. Καί τοῦτο διότι ἐκυριεύετο ὑπό τοῦ πονηροῦ καί ἀκαθάρτου πνεύματος τοῦ Διαβόλου καί ὁσάκις τήν ἐτάραττε ὁ τρισκατάρατος καί μισάνθρωπος αὐτός δαίμων, ἐγίνετο θέαμα ἐλεεινόν ἡ ταλαίπωρος.
Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Γέρων Μωϋςῆς, βλέπων τήν ταλαίπωρον αὐτήν μοναχήν βασανιζομένην ἐλεεινῶς ὑπό τοῦ δαίμονος, ἐθλίβετο κατά τό ἀνθρώπινον. Ἀλλά καί πάλιν δέν ἀπεθαρρύνετο, ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενος μετά θερμῶν δακρύων καί πολλῶν γονυκλισιῶν καί ἐδέετο τοῦ Θεοῦ διά τήν ἴασιν τῆς πασχούσης. Ὁ δέ πολυεύσπλαχνος Θεός, εἰσήκουσε τῆς δεήσεως τοῦ Ὁσίου Γέροντος καί ἐθεράπευσε τήν πάσχουσαν ἐκ τῆς φοβερᾶς αὐτῆς μάστιγος (ἄλλωστε καί ἅπασα ἡ ἀδελφότης ἐδέετο διά τήν ψυχικήν ὑγείαν τῆς μοναχῆς).
Ἡ μοναχή αὗτη, περί ἧς ὁ λόγος, ἦτο ὀλίγον τι ὑπερήφανος καί φιλάργυρος καί ὁ Κύριος - ὡς λέγει τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον - «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν», ἡ δέ φιλαργυρία εἶναι ἡ ρίζα πάντων τῶν κακῶν κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον (Τιμ. 6,10). Ὁ καρδιογνώστης Θεός, βλέπων καί γνωρίζων τά πάντα πρός τῆς γενέσεως αὐτῶν, παρηκολούθη τήν μοναχήν καί ἰδών ὅτι διάκειται φιλικότατα πρός τά πάθη τῆς ὑπερηφανίας καί τῆς φιλαργυρίας, παρεχώρησεν ἡ θεία Του δικαιοσύνη ἵνα δαιμονισθῆ ἡ παναθλία πρός σωφρονισμόν της, ἀλλά καί διά μάθημα πολλῶν ψυχῶν, ὅπου εἶδον καί ἤκουσαν τό τοιοῦτον φρικτόν καί ἐλεεινόν θέαμα.
Διηγοῦμαι γραπτῶς ἐνταῦθα, καθότι ὑπῆρξα μάρτυς αὐτόπτης τῶν πραγμάτων: Κατά τό ἔτος 1943, 8η Νοεμβρίου μηνός, ἑορτάζει ὁ Ἱερός Ναός τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Ἐνωρίς εἶχον συναχθεῖ προσκυνηταί διά νά παρακολουθήσουν τήν πανήγυριν καί τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ἡ πάσχουσα μοναχή, πιεζομένη ὑπό τοῦ δαίμονος ἀοράτως, ἤρχισε νά φωνάζη ἀγρίως - διότι ἐμαστίζετο, κατά παραχώρησιν Θεοῦ, ὑπό τοῦ δαίμονος – διά νά ἀκούσουν οἱ προσκυνηταί καί νά μείνουν ἀναπολόγητοι ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Ὅταν ὁ Θεός κρίνει, διά τό συμφέρον βεβαίως τῆς ψυχῆς καί διά νά ἀφυπνισθῆ ἡ κοιμισμένη συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου, μεταχειρίζεται καί τούς δαίμονας ἀκόμη, καθώς ἀπεδείχθη μέ τήν ἐν λόγῳ πάσχουσαν.
Τότε ὁ Ὅσιος Γέροντας Πατήρ ἡμῶν Μωϋσῆς, ποιήσας τόν τύπον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπί τοῦ μετώπου τῆς πασχούσης διά τοῦ κομβοσχοινίου του, ἐπετίμησε τόν πονηρόν καί παγκάκιστον δαίμονα. Συγχρόνως δέ ἐκάλεσε καί ἐμένα, τότε Ἱερομόναχον, λέγων μοι: «Τέκνον μου, γρήγορα νά πάρετε τό ἐπιτραχήλιόν σας καί νά ἔλθετε νά διαβάσετε τήν ἀσθενή ἐνώπιον τῶν προσκυνητῶν».
Ὑπακούσας εἰς τήν ἐντολήν τοῦ Ἁγίου Γέροντος, ἔθεσα μετάνοιαν εἰς αὐτόν, ἐφόρεσα τό ἐπιτραχήλιον καί ἀμέσως ἤρχισα νά διαβάζω τούς Ἐξορκισμούς τῶν ἁγίων Βασιλείου, Χρυσοστόμου καί Κυπριανοῦ καί καθώς ἐσυνέχιζον τήν ἀνάγνωσιν, ὁ δαίμων διά τῆς πασχούσης ἐκραύγαζε ἀπαισίως. Τότε ὁ Ὅσιος Γέρων σφραγίσας αὐτόν διά τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἐπιτιμήσας διά τοῦ Παναγίου Ὀνόματος τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἠρώτησε «πῶς ὀνομάζεσαι πνεῦμα ἀκάθαρτον
Ὁ δαίμων ἐξαγριώθηκε περισσότερον, ὅταν ἤκουσε τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος Γέρων Μωϋσῆς ἐπέμεινε νά ἐρωτᾶ, ἐπικαλούμενος τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τότε ὁ δαίμων, ἀναγκασθείς ὑπό τῆς θείας χάριτος, ἀπεκρίθη μέ τραχείαν καί ἄγριαν φωνήν, «ὀνομάζομαι δαιμόνιον κρατικόν»!
Ἀμέσως ὁ Γέρων Μωϋσῆς εἶπε αὐτῶ, «ἐπιτιμήσε σοι, διάβολε, Κύριος ὁ Θεός, ἐν τῶ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, διατί ὀνομάζεσαι κρατικόν; Ποιός σοῦ ἔδωσε τοιοῦτον ὄνομα
Τότε εἶπε ὁ δαίμων: «Ἐπειδή μᾶς ἐπιτρέπει αὐτός ὁ καρφωμένος ὁ Μανώλης, νά παραλαμβάνουμε ὁρισμένους φίλους μας ὑπερηφάνους καί ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς καί νά τούς βασανίζουμε, λιανίζοντας καί συντρίβοντας αὐτούς μέ διάφορα βασανιστήρια, μέχρις ὅτου τούς τσακίσουμε κατά κράτος, δι’ αὐτό ὀνομάζομαι κρατικόν»!
Ἐνταῦθα μία διασάφησις: Ὁ δαίμων «καρφωμένον» καί «Μανώλην» ὀνομάζει τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς Ἐσταυρωμένον…
Λέγει του καί πάλιν ὁ Ὅσιος Γέρων Μωϋσῆς: «Καί διά ποίαν αἰτίαν ἐπιτρέπει ὁ Θεός εἰς ἐσᾶς τούς δαίμονας νά παίρνετε τά πλάσματά Του ὑπό τήν ἐξουσίαν σας καί νά τά βασανίζετε τόσον σκληρῶς καί ἀσπλάχνως;»
Λέγει του τότε ὁ ἐχθρός: «Βρέ ξυλοκοκαλιάρη (ὁ Γέροντας ἦτο ἀσκητικός καί ἔνεκα τῆς ἀσκήσεως πολύ ἀδύνατος, δι’ αὐτό ὁ δαίμων ἔλεγε τοῦτον ξυλοκοκαλιάρην), διά νά πιστεύσουν πολλοί ἐρχόμενοι εἰς τό μοναστήρι σου, διότι λέγουν ὅτι δέν ὑπάρχουν δαίμονες. Ἀλλ’ ἐμεῖς ἐνσπείρουμε τούς λογισμούς αὐτούς εἰς τάς διανοίας των, διά νά μήν πιστεύουν τίποτε, οὔτε Ἀγγέλους, οὔτε Κόλασιν, οὔτε Παράδεισον καί τούς κάνουμε ἀπίστους διά νά τούς κερδίσουμε. Καί αὐτοί οἱ χαζούληδες μᾶς ἀκοῦνε καί πιστεύουν ὅτι τούς λέμε εἰς τόν νοῦ τους καί ἔτσι κάνουν τά ἔργα μας καί τούς παίρνουμε δικούς μας». Ταῦτα πάντα ἔλεγε ὁ δαίμων ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων, πλήθους προσκυνητῶν.
Μοῦ λέγει εἰς τήν συνέχειαν ὁ Ἅγιος Γέρων νά συνεχίσω τούς Ἐξορκισμούς. Ἀναγινωσκομένων αὐτῶν οἱ πάντες εἶχον σκύψει τάς κεφαλάς των καί ἤκουον. Κατά τήν στιγμήν ἐκείνην κατέφθασαν πέντε προσκυνηταί (πατήρ, μήτηρ καί τρεῖς θυγατέρες, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπετελεῖτο ἡ οἰκογένεια). Ἦσαν ἐκ τῶν πέριξ χωρίων τῆς Κορινθίας. Μέ τήν ἄφιξίν των, λέγει των ὁ Γέρων Μωϋσῆς, ἐνώπιον πάντων:
«Καλῶς ὁρίσατε, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἦλθατε ὡς ἐδῶ, πόθεν ἔρχεσθε καί διά τινα σκοπόν; Πρώτην φοράν σᾶς βλέπομεν».
Τότε λέγει ὁ προσελθών προσκυνητής: «Ἤλθαμε διά νά προσκυνήσουμε εἰς τήν χάριν τῶν Ἀρχαγγέλων. Μά ἔχουμε μάθει πώς ἔχετε πιασμένον κάποιον δαίμονα καί τόν ἔχετε δεμένον! Ὅπως μᾶς εἶπαν τοῦ διαβάζετε εὐχάς ἐκκλησιαστικάς καί ὁμιλεῖ καί λέγει τάχα πολλά. Καί ἤλθαμε μέ τήν οἰκογένειάν μου διά νά τόν δοῦμε καί ἄν ἔχετε τήν εὐγενῆ καλωσύνη νά μᾶς τόν δείξετε»!
Αὐτά εἶπεν ὁ προσκυνητής καί ἐσιώπησε, ἀναμένων ἀπάντησιν. Ἀλλά πρίν ἀκόμη τοῦ ἀπαντήσει ὁ Γέροντας, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ δαίμων διά μέσου τῆς πασχούσης, λέγων: «Καλῶς τους! Καλῶς ὁρίσατε φίλοι μου»!
Λέγει τότε ὁ προσκυνητής, ὀλίγον σαστισμένος: «Ποιούς λέγει φίλους του, Γέροντά μου
Καί ἐν συνεχείᾳ, μέ φωνήν ὀξείαν καί χαροποιούς γέλωτας, λέγει ὁ ἐχθρός διάβολος διά τῆς πασχούσης: «Ἐσένα τό λέω, ρέ, καί τῆς γυναῖκας σου καί τῶν θυγατέρων σου».
Τότε ἡ γυνή καί αἱ τρεῖς θυγατέρες της ἐφοβήθησαν καί ἕνας ψιλός ἰδρῶτας περιέλουσε τά σώματά των, ὠχρίασαν δέν ἔνεκα τοῦ φόβου των. Ἀλλ’ ὁ ἄνδρας, θέλων νά κρύψει τόν ἔκδηλον φόβον του, μέ κάποιαν δῆθεν ἀδιαφορίαν, λέγει μέ ἀπορίαν: «Καί πού μᾶς ξέρετε καί πού σᾶς εἴδαμε
(Σημειωτέον, ὅτι ἡ πάσχουσα ἦτο κάτωθεν τοῦ ἐπιτραχηλίου κύπτουσα καί δέν εἶδε σωματικῶς τούς προσερχομένους πέντε προσκυνητάς, οὔτε αὐτοί ἐγνώριζον τήν πάσχουσαν, διότι διά πρώτην φοράν εἶχον ἔλθει καί διακιολογημένως ἀποροῦσαν καί ἐφοβοῦντο).
Συνεχίζει ὁ δαίμων: «Ἄμ σᾶς ξέρω καί σᾶς εἶδον καί τά ὀνόματά σας τά ἔχει γραμμένα εἰς τό χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν σας ὁ μεγάλος Καπετάνιος καί Ἀρχιδιάβολος καί εἶναι μεταμορφωμένα καί σᾶς τά λέγω, ἀκούστε τα: Τόν πατέρα τόν λένε Γώγο, τήν μητέρα Καίτη, τήν πρώτη κόρη Πόπη, τήν δευτέραν Κική καί τήν τρίτην Μπέμπα. Ὥστε τέτοια ὀνόματα πήρατε στό βάπτισμα τοῦ Καρφωμένου;" (Ἀκούετε Χριστιανοί πού ἀλλάζετε τά ὀνόματά σας;).
Συνεχίζει ὁ δαίμων: «Θά σᾶς πῶ καί κάτι ἀκόμα: Βέβαια, δέν εἶναι συμφέρον μου, διότι τά ἀκούετε καί μετανοεῖτε καί φεύγετε ἀπό τά χέρια μου, ἀλλά μέ βιάζει ὁ Μανώλης νά σᾶς τά πῶ. Τό Νέο Ἡμερολόγιο εἶναι δικό μας, τό ὑποδείξαμε ἐμεῖς οἱ δαίμονες εἰς τούς φίλους μας τούς ἀστρομάντεις καί ἀλλάξανε τοῦ Καρφωμένου καί ἔβαλαν τό δικό μας πού εἶναι μοντέρνο! Ἄχ, ἄχ τί λέγω, τ’ ἀκοῦτε καί μοῦ φεύγετε καί πᾶτε στό Παλαιό τοῦ Μανώλη καί ἀδειάζει τό βασίλειο τοῦ Ἅδη. Βρέ γερο-ξεκοκαλιάρη, βρέ χτικιάρη (ὕβριζε τόν Ὅσιο Γέροντα), βρέ πού νά μήν εἶχες γεννηθεῖ, ἦλθες ἐδῶ καί κατασκήνωσες! Ἐσύ κι αὐτός ὁ φτερωτός μέ τήν σπάθα τήν πύρινη πού μέ βιάζει νά τά λέω αὐτά! Ἄχ ὁ μαῦρος τί ἔπαθα
«Λένε πού τούς εἶδα καί πού τούς γνωρίζω;» Στρέφει αἴφνης τόν λόγον πρός τόν ἀπολιθωμένον προσκυνητήν. «Γώγο μου δέν ἦσουν χθές βράδυ, σήμερον ξημερώνοντας, μέ τήν Καιτούλα μας καί τά τρία κορίτσια σου Πόπη, Κική καί Μπέμπα στήν ταινία καί χαζεύατε μέχρι τά μεσάνυχτα καί βλέπατε τίς ὡραίες μας ἀνήθικες εἰκόνες στήν ταινία μας; Θέλετε νά κρυφθῆτε κιόλας; Πού νά ξέρατε ὅσοι πᾶτε ἐκεῖ, ὅτι εἶσθε ὅλοι δικοί μας, διότι αὐτή εἶναι ἡ δική μας ἐκκλησία καί ἔχουμε πολλή πελατεία καί σᾶς ὀνομάζουμε «τά χαζοπούλια μας»! Καί καλά κάνετε καί φεύγετε ἀπό τό σπίτι τοῦ Μανώλη (ἐννοοῦσε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας ὁ παγκάκιστος) καί ἔρχεσθε στό σπίτι μας». Καί ἀμέσως ξέσπασε εἰς γέλια θλιβερά καί ἄτακτα ὁ πανάθλιος.
Ἀκούσαντες ταῦτα οἱ προσκυνηταί, παρ’ ὀλίγον νά ἐτρέποντο εἰς φυγήν. Αἱ τρεῖς θυγατέρες (ἄς τό ἀναφέρουμε), εἶχον βαμμένα τά νύχια των καί ἀπό τήν τρομάρα καί τόν φόβον των ὁμοίαζων εἰς σκιάς κινουμένας καί προσεπάθουν νά κρύψουν τούς ὄνυχάς των. Τότε ὁ δαίμων μέ κωμικούς γέλωτας εἶπεν: «Γιά ἀνοίξατε τά χεράκια σας καί δείξατε τά νυχάκια σας, πού εἶναι μεγάλα καί κόκκινα σάν τά δικά μας»! Τότε αἱ τρεῖς θυγατέρες, μή δυνάμεναι νά ἀντέξουν πλέον τόν φόβον τους, μέ φωνήν τρεμαμένην λέγουν εἰς τόν πατέρα καί τήν μητέρα των: «Πᾶμε νά φύγουμε, πᾶμε νά φύγουμε γρήγορα, διότι θά μᾶς φανερώση καί ἄλλας ἁμαρτίας καί θά μᾶς κάνει ρεζίλι»!
Τότε ὁ πατέρας - προσποιούμενος τόν ἀνδρεῖο καί τόν ἄφοβο, ἐνῶ τό σαγόνι του ἔτρεμε ἀπό τόν ἔκδηλον φόβον – εἶπεν εἰς τόν Γέροντα: «Πράγματι εἶναι παραμύθια αὐτά πού λέγει ὁ κόσμος, ὅτι δέν ὑπάρχουν Δαίμονες. Ὄντως ὑπάρχουν καί Δαίμονες καί Ἄγγελοι καί Χριστός καί Ἅγιοι, ἀλλά Γέροντα ἀφῆστε μας τώρα νά φύγουμε, διότι ἔχουμε κάποιαν ἀναγκαίαν ἐργασίαν καί θά ἔλθουμε ἄλλην ἡμέραν νά κάνουμε ὁμολογία καί νά ἐξομολογηθοῦμε καί νά διαβασθοῦμε μέ τό Παλαιό, διότι ὡς βλέπω αὐτό εἶναι τό σωστό».
Τότε ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Γέρων Μωϋσῆς λέγει εἰς ἐπήκοον πάντων: «Παιδιά μου, εἴδατε μέ τά ἴδια σας τά μάτια καί ἀκούσατε ὅτι πράγματι ὑπάρχουν δαιμόνια, τά ὁποῖα βασανίζουν τούς ἐλεεινούς καί ἀμετανοήτους ἀνθρώπους. Καί τό σπουδαιότερον, εὑρισκόμεθα ὑπό κατοχήν ξένων καί ἐχθρικῶν στρατευμάτων καί δέν γνωρίζομεν τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα. Ἐφ’ ὅσον ζῶμεν ἐν ἀμφιβόλῳ καταστάσῃ, τώρα ὅπου εἴμεθα συγκεντρωμένοι ἄς ἀπαγγείλωμεν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν τήν Ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, διά νά μᾶς βρῆ ὁ θάνατος ἐν τῆ ἐσχάτῃ τουλάχιστον ὥρα ἑνωμένους μέ τόν Θεόν μας».
Καί εἴπωμεν πάντες τήν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως ὡς ἐξῆς: «Συνομολογοῦμεν μετά πάντων τῶν Ἁγίων, ὅτι πιστεύομεν καί φρονοῦμεν ὅ,τι πιστεύει καί φρονεῖ ἡ ἀρχαῖα Ἀνατολική καί Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καί ὅτι καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς». Ὅλοι τότε ἐπανέλαβαν μέ μίαν φωνήν «καί ἐμεῖς».
Ἀκούων τήν ὡς ἄνω Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως ὁ ἐχθρός διάβολος, οὔρλιαξε ὡσάν λύκος πειναλέος λέγων: «Ἄχ, πόσους χάνουμε σήμερα, μέ αὐτόν τόν γερο-κοκαλιάρη, τόν χτικιάρη, ἐδῶ πού βρέθηκε, μέ τούς φτερωτούς νά μᾶς χαλάνε τήν δουλειά μας»! Καί συνεχῶς φώναζε καί ἀγρίευε μέ ἀτάκτους κινήσεις.
Οἱ προσκυνηταί – οἱ ἰδόντες καί ἀκούσαντες πάντα ταῦτα – μετενόησαν, ἔκαμον Ὁμολογίαν, ἐξομολογήθησαν, ἐμυρώθησαν καί τακτοποιηθέντες Χριστιανικῶς καί Ὀρθοδόξως, ἐπέστρεψαν ὀπίσω χαίροντες καί ἀγαλλόμενοι ὑμνοῦντες, δοξολογοῦντες καί εὐχαριστοῦντες τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί τούς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους διά τά μεγαλεῖα τά ὁποῖα εἶδον καί ἤκουσαν. Ἐπίσης εὐγνωμονοῦσαν καί τόν Ὅσιον Γέροντα Μωϋσῆν, ὁ ὁποῖος θεώθεν φωτισθείς μέ τήν Θείαν Χάριν, ὡδήγησεν αὐτούς εἰς τήν ἀληθή καί Ὀρθόδοξον Πϊστιν τοῦ Χριστοῦ…
Διανύομεν τήν νηστείαν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, κατά τήν ὁποίαν ἑορτάζομεν τα Ἅγια καί Πάνσεπτα Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπίκειται ἡ ὥρα, ἵνα Θείᾳ Χάριτι καί μέ τάς θερμοτάτας καί κατανυκτικάς δεήσεις καί προσευχάς τοῦ Ὁσίου Γέροντος Μωϋσέως, ἀπαλλαγεῖ ἡ πάσχουσα μοναχή ἐκ τοῦ πονηροῦ δαίμονος…
Οἱ ἐξορκισμοί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ ἐδιαβάζοντο καθ’ ὅλον τό διάστημα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διά τήν ἀπαλλαγήν τῆς πασχούσης. Ὅταν ἔφθασεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ δαίμων ἠξηγριώθη καί ἐτάραττεν ἔτι περισσότερον τήν πάσχουσαν. Ἐφώναζε καί ἔλεγε εἰς τόν Ὅσιον Γέροντα Μωϋσῆν, «βρέ ξυλόγερε, βρέ χτικιάρη, βρέ κοκκαλιάρη, δέν μέ λυπᾶσαι πλέον, πού μέ ἐκεῖνο τό κομπολόϊ σου πού τό φέρνεις γύρω – γύρω, μέ ἔκαψες βρέεε! Καί μ’ αὐτές τίς τούμπες πού κάνεις μ’ ἔφαγες, δέν μέ λυπᾶσαι τόν καϋμένο
Ὁ πονηρός δαίμων λέγων ταῦτα διά τῆς πασχούσης, «κομπολόϊ» ἐννοοῦσε τό κομβοχοίνιον μέ τό ὁποῖον προσηύχετο ὁ Ὅσιος Γέρων καί «τοῦμπες» ἐννοοῦσε τάς μετανοίας, τάς ὁποίας πάλιν ὁ Ὅσιος Πατήρ, καίτοι γέρων ὑπερήλιξ, ἐμετάνιζε καί προσηύχετο.
Ὁ δαίμων ὠρύετο, «ἄχ, ἔφθασε ἡ Πέμπτη καί τί ἔχω νά πάθω! Ἄχ ὁ καϋμένος, τί ἤθελα καί ἔμπλεξα μέ τόν χτικιάρη! Ἄχ αὐτός ὁ γερο-κοκκαλιάρης ὁ ξυλόγερος, θά μέ ἐκδιώξη καί πλέον δέν θά κάθομαι μαζί της» (ἐνν. μετά τῆς πασχούσης).
Ἦλθε λοιπόν ἡ ποθητή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ σωτηρίου ἔτους 1944 καί καθώς ἡ τυπική διάταξις τῆς Ἐκκλησίας προβλέπει, πρῶτον ἀνεγνώσθησαν αἱ Ὦραι, ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἑσπερινός καί ἔπειτα ἐτελέσθη ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τότε ὁ Ὅσιος Πατήρ καί Γέρων Μωϋσῆς, ἠθέλησε νά καλέση καί τήν πάσχουσαν μοναχήν νά ἔλθη εἰς τήν ἐκκλησίαν διά τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ἐπῆγε μάλιστα προσωπικῶς ὁ ἴδιος εἰς τό κελλίον της διά νά τήν καλέση, ἀλλ’ αὐτή ἐπ’ οὐδενί ἤθελε νά ἔλθη, μᾶλλον ἐξηγριοῦτο ἔτι περισσότερον καί ἐφώναζε θορυβωδῶς καί μέ ὀξείας κραυγάς εἰς τήν τρίς διαπασῶν: «Φύγε ἀπό ἐδῶ γερο-κοκκαλιάρη, ζαρωμένε, ξυλόγερε, χτιακιάρη. Δέν ἔρχομαι. Πού νά πάω βρέεε, ἐκεῖ εἶναι φωτιά, καμίνι, φοῦρνος καί καίγομαι, δέν ἔρχομαι σοῦ λέω».
Τότε ὁ Γέρων ἐποίησε τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ διά τοῦ κομβοσχοινίου ἐπ’ αὐτῆς καί ἀμέσως ὑπήκουσεν ἡ πάσχουσα καί ἦλθε εἰς τόν ναόν! Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Γέρων Μωϋσῆς ἐποίησεν καί πάλιν ἐπί τῆς κεφαλῆς της τό σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἐπετίμησε τόν διάβολον εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί προσέταξεν αὐτόν ἵνα ἐξέλθη ἀπό τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ. Πάραυτα ἐξῆλθεν ὁ δαίμων, διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων καί Πάντων τῶν Ἁγίων καί δι’ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου Γέροντος Μωϋσέως. Ὦ τῶν θαυμασίων Σου Χριστέ Βασιλεῦ, ἡ ἀσθενής ἤρχισε νά φωνάζη «φεύγω, φεύγω» καί πάραυτα ἐκ τοῦ μικροῦ δακτύλου τῆς ἀριστερᾶς αὐτῆς χειρός ἐξῆλθεν ἄφθονον αἷμα, ὡς νά ἤνοιξε κάποιος τό δάκτυλον μέ λίαν αἰχμηρόν νυστέριον (ξυράφιον ἤ χειρουργικόν ὄργανον καί μαχαιρίδιον). Ὡς φαίνεται ἐξῆλθεν ὁ δαίμων κατά τήν ὥραν ἐκείνην καί ἀπελευθερώθη ἡ πάσχουσα μοναχή.
Ἀπελευθερωθείσης τῆς πασχούσης, συγχρόνως ἠκούσθη ἰσχυρός καί δυνατός κρότος, ὡσάν βίαιος ἄνεμος καί ἐθραύσθησαν ὡρισμένοι ὑαλοπίνακες τῶν παραθύρων τοῦ ναοῦ! Ταυτοχρόνως ἡ πρώην δαιμονιζομένη, πεσοῦσα ἐπί τοῦ δαπέδου τοῦ ναοῦ, ἔμεινεν ἐκεῖ ὡς ἡμιθανής ἕως ὅτου ἐτελείωσεν ἡ Θεία Λειτουργία.
Οἱ προσκυνηταί, βλέποντες πάντα ταῦτα ἐχλώμιασαν καί μόλις ἠμποροῦσαν νά σταθοῦν εἰς τά πόδια των. Πεφοβισμένοι ὄντες καί τρομαγμένοι, ἤρχισαν νά μετανοοῦν ἐφ’ οἷς ἔργοις καί λόγοις ἥμαρτον. Μέ φωνήν τρεμαμένην ἐξομολογοῦντο καί διωρθώνοντο κατά πολύ καί εἰς τό ἐξῆς ἔζων Χριστιανικῶς.
Εἰς τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας συνῆλθε καί ἡ τελείως ἰαθεῖσα καί θεραπευθεῖσα μοναχή - ἡ ἐλευθερωθεῖσα ἐκ τῆς ἐνεργείας τοῦ πονηροῦ δαίμονος, ὁ ὁποῖος ἐπί ἀρκετόν καιρόν ἐβασάνιζε τήν ταλαίπωρον – καί ἐρχομένη εἰς τάς φρένας της ἤρχισε νά διηγεῖται εἰς τόν Ὅσιον Γέροντα τί εἶδε καί ἔπαθε καί ἤκουσε κατά τήν ὥραν κατά τήν ὁποίαν εὑρίσκετο εἰς τό δάπεδον τοῦ ναοῦ ὡς ἡμιθανῆς. Ἀναστάσα – λοιπόν - καί ποιήσασα μετάνοιαν τῶ Γέροντι καί αἰτήσασα παρ’ αὐτοῦ καί τῆς λοιπῆς ἀδελφότητος συγχώρησιν διά τά διατρέξαντα γεγονότα, εἶπεν:
«Ἅγιε Γέροντα εὐλόγησον καί συγχωρήσατέ μοι δι’ ὅλας τάς ἀταξίας, παραβάσεις καί παρακοάς ὅπου σᾶς ἐποίησα, διότι μέ ἐβασάνιζεν ὁ τρισκατάρατος αὐτός δαίμων καί παρά τήν θέλησίν μου ἐφώναζα καί ἀκούσατε νά σᾶς διηγηθῶ τί ἀκριβῶς μοῦ συνέβη κατά τήν ὥραν ἐκείνην, κατά τήν ὁποίαν ἐκοιτόμην εἰς τό δάπεδον τοῦ ναοῦ ὡς ἡμιθανής. Ὄντως φοβερός εἶναι ὁ θάνατος, ὅταν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἐκ τοῦ σώματος καί διέρχεται τά ἐναέρια τελώνια τῶν δαιμόνων, συνοδευομένη ὑπό τοῦ φύλακος Ἀγγέλου της. Καθώς ἐγώ ἡ ταλαίπωρος τώρα εἶδον μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μου θεάματα φοβερά καί ἀκόμη ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι, πῶς ὁ Πανάγαθος Θεός οἰκονόμησε καί παρεχώρησε εἰς ἐμένα τήν ἀθλίαν νά ἰδῶ τοιαῦτα φοβερά καί ἐξαίσια πράγματα.
Κατά τήν ὥραν ὅπου ἐκοιτόμην ὡσάν ἀποθαμένη, δέν αἰσθανόμουν ὅτι εἶχα σῶμα, διότι κατά τήν στιγμήν καθ’ ἧν ἠνοίχθη τό μικρόν μου δάκτυλον καί ἐξήλθε ὁ τρισκατάρατος δαίμων ἀπό τό σῶμα μου, ἔνοιωσα ὡσάν ἕνα μαῦρο σύννεφο καπνοῦ νά ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματός μου καί κατόπιν ἐμούδιασε τό σῶμα μου καί δέν αἰσθανόμουν τόν ἑαυτόν μου.
Τήν ὥραν ἐκείνην ἦλθεν πλησίον μου ἕνας λευκοφόρος Ἄγγελος - ἦτο ὁ φύλαξ τῆς ψυχῆς μου – καί μοῦ εἶπε: «Τώρα μή φοβηθεῖς, διότι θά συναντήσουμε ἐναέρια τελώνια. Θά σέ φοβερίζουν καί θά σέ ἀπειλοῦν μέ διάφορες ψευδεῖς κατηγορίες, ἐσύ ὅμως μή φοβηθῆς, μόνον ἐάν ἔχεις τίποτε ἀνεξομολόγητο, εἰς αὐτό ἔχουν ἐξουσίαν νά σοῦ κάνουν παρατήρησιν καί νά σέ κρατήσουν εἰς σκοτεινήν φυλακήν καί νά ἐμποδίσουν τήν σωτηρίαν σου. Αὐτό σοῦ γίνεται μάθημα διδακτικόν, διά σέ καί εἰς τούς πιστεύοντας οἱ ὁποῖοι μέλλει νά τό ἀκούσουν».
Νόμισα τότε ὅτι μοῦ ἔβγαλε τήν ψυχήν μου ἐκ τοῦ σώματος καί ὅτι περιπατούσαμε μαζί εἰς τόν ἀέρα, καθώς μοῦ ἐφαίνετο. Συμπορευομένη μετά τοῦ Ἀγγέλου, πότε φθάσαμε πλησίον τῶν τελωνίων τῶν δαιμόνων δέν ἀντελήφθην. Φθάσαντες λοιπόν εἰς τά τελώνια διήλθομεν πρῶτον τελώνιον, δεύτερον καί τρίτον. Ἐκεῖ οἱ δαίμονες ὁμοίαζον μέ Αἰθίοπας μαύρους καί μερικοί μέ ἀθιγγάνους καί ἦσαν ὑπομέλανοι. Ἄλλοι εἶχον χρῶμα φαιόν καί μέ φωνάς ἀγρίας καί ἀτάκτους ἔκαναν θόρυβον καί ταραχήν μεγάλην, ἀλλά δέν κατόρθωναν τίποτε ἕως τήν ὥραν ἐκείνην.
Πορευόμενοι ἐφθάσαμε εἰς τό τελώνιον τῆς κλοπῆς. Ἐκεῖ μᾶς ἐμπόδισαν οἱ δαίμονες καί μᾶς ἐσταμάτησαν καί μοῦ ἔλεγον μέ διαβολικήν χαράν: «Ἐδῶ δέν θά γλυτώσης, διότι ἔκανες λαθροφαγίας καί δέν ἔχεις ἐξομολογηθεῖ εἰς τόν Γέροντά σου. Τοῦ ἔκλεβες καί τρόφιμα καί διάφορα ἐνδύματα, ἀκόμη καί κάτι κουρελάκια, φοβουμένη μήπως πτωχεύσει τό μοναστήριον καί πεινάσεις ἤ ὅτι δέν θά εὕρισκες ἐνδύματα, δι’ αὐτό τά ἔκλεβες καί τά κλείδωνες μέ λουκέτο εἰς τό κελλί σου καί εἰς τόν Γέροντά σου ἔλεγες ψεύδη».
Μόλις ἤκουσα τούς δαίμονας νά μοῦ λέγουν ταῦτα, ἐπάγωσα ἀπό τόν φόβον μου καί ἡ ψυχή μου ὠδύρετο, διότι πράγματι τά εἶχον κλέψει, ὅπως ἀκριβῶς τά ἔλεγον. Ὁ Ἅγιος Ἄγγελος μέ ἔβλεπε μέ τό στόμα μου κλειδωμένο καί μή δυναμένην νά ἀρθρώσω λέξιν. Οἱ δαίμονες εἶχον δίκαιον, διότι εἶχον διαπράξει αὐτά διά τά ὁποῖα μέ ἐκατηγόρουν. Ὁ Ἅγιος Ἄγγελος ἦτο πολύ λυπημένος καί σκυθρωπός. Ἐκρατεῖτο μέ ἀοράτως μαζί μου, χωρίς ὅμως νά δύναται οὗτος νά δικαιολογίση τήν κατάστασίν μου.
Δέν γνωρίζω, βεβαίως, πόθεν ἐκινήθην κατά τήν ὥραν ἐκείνην, καθ’ ἧν εὑρισκόμην εἰς τήν κρίσιμον αὐτήν κατάστασιν καί εἶπον, «Ἅγιε Γέροντά μου, ἡ εὐχή σας νά μέ σώση». Καί ἀμέσως, ὡς μοῦ ἐφάνη, ἐφθάσατε Γέροντά μου, διότι καθώς ἐνθυμοῦμαι εἶδον τήν ὄψιν τοῦ προσώπου σας καί τήν μορφήν σας. Φθάσαντες δέ ἐκεῖ, ἐποιήσατε πάραυτα τό σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἀμέσως οἱ δαίμονες διασκορπισθέντες ἐξηφανίσθησαν καί μέ ἄφησαν ἥσυχον.
Τότε εἴπατε ἡ ἁγιωσύνη σας εἰς τόν φύλακα Ἄγγελον τῆς ψυχῆς μου, «ἐγγυῶμαι ἐγώ διά τήν ψυχήν τοῦ πνευματικοῦ μου τέκνου» καί ἀμέσως ὁ Ἄγγελος ἐχαροποιήθη πολύ.
Κατόπιν ἐσυνεχίσαμε νά περπατοῦμε καί οἱ τρεῖς μαζί καί ἀνήλθαμεν εἰς ἀρκετόν ὕψος, φθάσαντες εἰς ἕνα ὡραιότατον παλάτιον, τό ὁποῖο εἶχε ἔξωθεν μίαν πολύ θαυμασίαν καί ὡραῖαν καμάραν, ὡς θόλον, ἀνθοστόλιστον. Ἐκεῖ ἦτο μία θύρα τήν ὁποίαν ἐφύλαττε ἕνας Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος εἰς τάς χείρας του ἐκρατοῦσε μία ρομφαίαν πυρίνην. Μᾶς ἐδέχθη μέ πρωτοφανή καλωσύνην καί χαρούμενος ἤνοιξε τήν θύραν - ὡς μοῦ ἐφαίνετο - καί μᾶς ὡδήγησεν εἰς τά ἐνδότερα τοῦ παλατίου ἐκείνου.
Συνοδευόμενοι ὑπό τοῦ Ἀγγέλου εἰσήλθομεν ἐντός τοῦ πολυτελεστάτου ἐκείνου παλατίου καί εὑρέθημεν ἐνώπιον καλλιτεχνικωτάτου καί πολυτελεστάτου θρόνου, τόν ὁποῖον κύψαντες προσεκυνήσαμεν. Ἀλλ’ ὁ θρόνος ἐκεῖνος ἦτο κενός, οὐδείς ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ κατά τήν ὥραν ἐκείνην. Καθώς μᾶς ἐπληροφόρησεν ὁ Ἄγγελος, ὁ φύλαξ τῆς οὐρανίου πύλης, ὁ θρόνος ἐκεῖνος ἦτο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπειδή αὔριον ἦτο Μεγάλη Παρασκευή, ὁ Κύριος εὑρίσκετο εἰς τήν γῆν διά νά ἑορτάση τά Σεπτά καί Ἅγια Πάθη Του, μέ τούς γνησίους φίλους Του Χριστιανούς!
Κατόπιν τῆς σκηνῆς ταύτης, τήν ὁποίαν εἶδον καί σᾶς ἐδιηγήθην Γέροντα, ἐπανῆλθον αἱ αἰσθήσεις μου, ἐν πλήρη ὑγείᾳ καθώς μέ βλέπετε καί δοξάζω τόν Κύριον, ὅπου παρεχώρησε τέτοιον πειρασμόν καί μέ ἐβασάνισε, διά νά γνωρίσω τό μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀμύθητον ἐκείνην χαράν καί αἰώνιον καί ἄφθαρτον ἀγαλλίασιν ἡ ὁποία μᾶς περιμένει, ὅταν ποιῶμεν τάς ἐντολάς τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μας…

Ἡ ἔφοδος τῶν Γερμανῶν
Ἡ Θεία Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος…ἐφώτισε τόν Ὅσιον Γέροντας Μωϋσῆν νά προβλέψη, προορατικό ὄμματι, τήν ἀπροσδόκητον ἐπίσκεψιν τῶν Γερμανῶν κατακτητῶν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Ὁ φθονερός διάβολος καί Σατανᾶς, βλέπων ὅτι δέν ἡμπορεῖ νά διασαλεύση εἰς τό ἐλάχιστον τήν ἡσυχίαν τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς μέ τούς διαφόρους καί ποικίλους πειρασμούς, τούς ὁποίους ὑπεκίνει ἐναντίον μας διά τῶν κακοβούλων ὀργάνων του (δηλαδή τῶν ἀθρήσκων καί φθονερῶν, κακοτρόπων καί μισομονάχων, ἀναγώγων καί ἀδαῶν, ἀνιστορήτων, πεισμόνων καί φαυλοβίων ἀνθρώπων), τί νομίζετε ἐπενόησε ὁ μνησίκακος καί ἀρχέκακος καί ἀνθρωποκτόνος δαίμων; Ὑπεδαύλισε καί ὑπεκίνησε τά διεστραμμένα ὄργανά του καί ἐπῆγαν ὡρισμένοι χυδαῖοι, φαντασιοκόποι, μωμοσκόποι καί φθονεροί, καχύποπτοι καί μικροπρεπεῖς, κακοί καί διεστραμμένοι ἄνθρωποι (οἵτινες χαίρονται μέ τάς συκοφαντίας), ἐπῆγαν - λέγω – τρέχοντες καί ἀσθμαίνοντες εἰς τούς Γερμανούς (οἱ ὁποῖοι ἀκόμη εὑρίσκοντο ἐν Ἑλλάδι καί ἡ χώρα μας ἐστέναζε εἰσέτι ἀπό τό ἄχθος τῆς κατοχῆς τῶν ὀθνείων καί ξένων αὐτῶν στρατευμάτων).
Ἔσπευσαν, λέγω, εἰς τούς κατακτητάς Γερμανούς καί εἶπον - ἄκουσον, ἄκουσον – οἱ ἀθεόφοβοι καί φθονεροί συκοφάνται, μᾶλλον φαντασιόπληκτοι προδόται, ὅτι εἰς τό Ἱερόν Ἡσυναστήριον τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν, εὑρίσκεται μία ὁμάς μοναζουσῶν μετά 2 – 3 μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι τροφοδοτοῦν τούς ἀντάρτας!
Ἀκούσαντες αὐτά οἱ Γερμανοί, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἐξεμάνησαν σφόδρα ἐναντίον μας καί ἑτοιμάσθηκαν δι’ ἔφοδον. Ἀλλά, «ἄλλαι μέν βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει» καί ὡς λέγει ὁ Προφητάναξ Δαβίδ «λύτρωσαί με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων καί φυλάξω τάς ἐντολάς σου» (Ψαλ. 118). Οὕτω καί τήν συνοδείαν Του ὁ Θεός διεφύλαξεν σῶαν καί ἀκεραίαν ἀπό τήν ἐπιδρομήν τῶν βαρβάρων. Αἱ ὁλονύκτιαι δεήσεις, τά δάκρυα, αἱ γονυκλισίαι, ἡ ἄκρα νηστεία καί ἐγκράτεια, τό ἄγρυπνον ὅμμα καί αἱ θερμόταται κατανυκτικαί προσευχαί καί ἀγρυπνίαι τοῦ Ἁγίου καί Ὁσίου Γέροντος μετά τῆς ἐν Χριστῶ ἀδελφότητος, οὐδέποτε ἦτο δυνατόν νά ἀγνοηθοῦν ὑπό τοῦ Θεοῦ. Διότι, «θέλημα τῶν φοβουμένων ποιήσει ὁ Κύριος καί τῆς δεήσεως αὐτῶν ἐπακούσεται καί σώσει αὐτούς» (Ψαλ. 144) καί «παρεμβαλεῖ Ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τόν φοβουμένων Αὐτόν καί ρύσεται αὐτούς» (Ψαλ. 33). Ὁ Θεός ἤκουσε καί πάλιν τάς δεήσεις καί προσευχάς τῶν δούλων Του, ὡς ἀπεδείχθη ἐκ τῶν ὑστέρων γεγονότων, παρά τάς παραλόγους ἀξιώσεις τῶν ἀφρόνων ἐκείνων καί κακοτρόπων συκοφαντῶν.
Ἐν μιᾶ τῶν ἡμερῶν, ἐκεῖ ὅπου εὑρισκόμεθα ἐργαζόμενοι, ὅλως ἀμέριμνοι, εἰς τάς διαφόρους ἐργασίας τῆς Μονῆς, ἔρχεται ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Γέρων Μωϋσῆς καί μᾶς λέγει: «Παιδιά μου, προσέξατε τούς λόγους τούς ὁποίους θά εἶπω πρός ἐσᾶς. Ἐπειδή ὁ ἐχθρός διάβολος δέν ἠδυνήθη νά πράξη τί ἐναντίον μας, τηκόμενος ὑπό τοῦ φθόνου του, θά ὑποκινήση ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν τά ὄργανά του νά μᾶς συκοφαντήσουν εἰς τούς Γερμανούς.
Ἀλλά μή φοβεῖσθε καί μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, μηδέ δειλιάτω, διότι ὅταν εἶ ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν, οὐδείς καθ’ ἡμῶν. Καί πάλιν σᾶς λέγω, παιδιά μου, νά μή φοβηθεῖτε ὅταν θά ἔλθουν οἱ Γερμανοί, οὔτε νά ταραχθεῖτε, ἀλλά νά ἐλπίζετε εἰς τόν Θεόν καί ἀθορύβως νά ἐργάζεσθε εἰς τάς διακονίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, διότι οὐδόλως θά μᾶς θίξουν. Καί τοῦτο ὁ Πανάγαθος Θεός μέ ἐφώτισε νά σᾶς κάμω γνωστόν, διότι ἐρχόμενοι οἱ Γερμανοί εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας, θά παραχωρήση ὁ Παντοκράτωρ Κύριος καί Θεός ἡμῶν, νά ἰδοῦν κάτι τό θαυμάσιον καί πολύ φοβερόν καί οὔτω, Θείᾳ Χάριτι καί βοηθείᾳ, θά σωθῶμεν ἀπό βέβαιον θάνατον καί οἱ συκοφάντες ἐχθροί μας θά μείνουν κεχηνότες τῶ στόματι, διά νά δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί νά μεγαλυνθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις».
Ἡμεῖς, ἀκούσαντες ταῦτα τά ρήματα, τά ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Ὁσίου Γέροντος καί Πατρός ἡμῶν Μωϋσέως, κατά τό ἀνθρώπινον - ὡς ἐνδεδυμένοι τούς δερματίνους χιτώνας, οὗς ἡ παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων ἐνέδυσε ἡμᾶς, κληρονομικῶ δικαίῳ - ἐπτοήθημεν ὀλίγον τι καί τά ἀποτελέσματα τοῦ φόβου δέν ἐβράδυνον νά ἐμφανισθῶσιν ἐν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, διότι ὡς προϊόν τούτου ψιλός ἰδρώτας περιέλουε τά σώματα ἡμῶν.
Ἀλλά ὁ ὁσιώτατος Πατήρ ἡμῶν, πεπειραμένος ὧν εἰς τοιαύτας περιστάσεις καί παρομοίας φύσεως γεγονότα, καθησύχασε καί εἰρήνευσε τάς πεφοβισμένας διανοίας καί τεταραγμένας καρδίας ἡμῶν, ὡς καί τόν ψυχικόν σάλον καί τάραχον κατέστειλε καί τό γαλήνιον καί εἰρηνευτικόν αὐτοῦ καί ἥρεμον πνεῦμα μᾶς ἐπαρηγόρησε καί μᾶς ἐπροετοίμασε διά νά ἀντιμετωπίσωμεν ἡρέμως τήν θλιβεράν αὐτήν καί δραματικήν κατάστασιν, ἐκ τῆς ὁποίας – Θείᾳ Χάριτι – διεφυλάχθημεν ἀβλαβεῖς.
Ἡ κατάλληλος στιγμή ἐπέστη, διά νά βεβαιώση τό προορατικόν χάρισμα τοῦ Ὁσίου Γέροντος. Ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν, ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἐδίδασκε καί μᾶς ἐνουθετοῦσε ὁ Ἅγιος Γέρων καί μέ τήν διδασκαλίαν του μᾶς ἐνίσχυε καί ἐνεδυνάμωνε εἰς τούς πειρασμούς καί τούς διωγμούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐπιτρέπει διά μαρτύριον, αἴφνης μᾶς λέγει, «κρούσατε τόν κώδωνα τῆς ἐκκλησίας». Ἐκρούσθη ὁ κώδων καί πᾶσαι αἱ ἀδελφαί μοναχαί συνήχθησαν εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Τότε ὁ μακάριος ἐκεῖνος Γέρων μέ τό Ἀβραμιαῖον ὕφος καί τήν Ἰώβειον ὑπομονήν, λαμβάνει τόν λόγον καί λέγει πρός ἡμᾶς:
«Τέκνα μου ἀγαπητά ἐν Κυρίῳ, ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη παρά Κυρίου Θεοῦ Παντοκράτορος ἔφθασε, ἵνα δοξασθῆ καί ἐξ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἐλαχίστων καί εὐτελῶν ἀνθρώπων τό ὑπερύμνητον ὄνομά Του. Μή θροΐσθε, μή φοβεῖσθε, μή πτοεῖσθε καί μή θορυβεῖσθε, ὁ Θεός θά μᾶς φρουρίση καί θά μᾶς προφυλάξη ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ ἐχθροῦ. Μή δειλιάσωμεν, οὔτε νά ἐκπλητώμεθα καί νά κλωνιζόμεθα εἰς τήν δοκιμασίαν ταύτην, ἀλλά μόνον νά ἐλπίζωμεν εἰς τόν Θεόν καί Αὐτός θά ἀποτρέψη τάς ἐχθρικάς ἐνεργείας ἀφ’ ἡμῶν. Ὡς Πάνσοφος ὅπου εἶναι γνωρίζει τά πάντα, ἀρκεῖ νά τόν ἀγαπῶμεν καί νά τόν λατρεύωμεν νυχθημερόν ἐξ’ ὅλης ψυχῆς, καρδίας, διανοίας καί ἰσχύος. Ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν καί οὐδείς καθ’ ἡμῶν. Ἐμπρός ἄς διαβάσωμεν τήν Παράκλησιν τῶν Ἀρχαγγέλων. Καί ὁτιδήποτε καί ἄν ἴδωμεν, μή ταραχθῶμεν, οὔτε νά διακόψωμεν τήν Παράκλησιν».
Ἀμέσως θέτω τήν καθιερωμένην μετάνοιαν τῶ Γέροντι, βάζω ἐπιτραχήλιον, «Εὐλογητός ὁ Θεός» καί ἤρχισεν ἡ Παράκλησις. Ψαλλομένης τῆς Παρακλήσεως, ἐν τῶ μέσῳ αὐτῆς, αἴφνης βλέπομεν ἀπό τήν πρός τό βόρειον μέρος ἀνοικτήν θύραν τῆς ἐκκλησίας, νά προβάλλουν ἀπό τό πευκόφυτον ἐκεῖ πλησίον δάσος ἕως 60 Γερμανοί στρατιώται, μέ τά ὅπλα των ἕτοιμα πρός πυροβολισμόν. Προχωροῦν τρεῖς ἀξιωματικοί καί φθάνουν ἕως τῶν ἀνοικτῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ. Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν εἰσῆλθεν ὀλίγον τι ἐνδότερον, μέ πᾶσαν δυνατήν προφύλαξιν καί παρατηροῦσε μέ ὀξυδέρκειαν καί λίαν ἐρευνητικόν βλέμμα τά ἐντός τοῦ ναοῦ. Εἰς μίαν στιγμήν ὁ ἐν λόγῳ ἀξιωματικός ἔμεινεν ἐμβρόντητος καί ἐξεστηκώς θεωρεῖ τό ἀχανές μετά πρωτοφανοῦς ἐνθουσιασμοῦ. Αἴφνης στρέφει πρός τά ἔξω καί ἐξερχόμενος τοῦ ναοῦ, καλεῖ τούς ὑπό τάς διαταγάς του στρατιῶτας, μέ βροντώδη καί ἰσχυράν φωνήν, ἐν τῆ ἰδίᾳ βεβαίως αὐτῶν διαλέκτῳ, καί προστάσσει τούτους ἵνα ἀποθέσωσι τά ὅπλα των!
Οἱ στρατιῶται φυσικά συνεμορφώθησαν εἰς τήν διαταγήν τοῦ ἀνωτέρου των πάραυτα καί συνεκεντρώθησαν ἔξωθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τό προαύλιον. Ἤκουον μετά προσοχῆς τήν Παράκλησιν, ἕως ὅτου ἐτελείωσε. Καθ’ ὅλην ὅμως τήν διάρκειαν τῆς Παρακλήσεως, ἴσταντο ἀκίνητοι καί ἐν στάσει προσοχῆς ἐχαιρέτων! Ὦ τῶν θαυμασίων Σου Χριστέ Βασιλεῦ, ὡς καί οἱ πολέμιοι θαυμάζουν τά θεῖα Σου μεγαλεῖα.
Τελειωθείσης ἤδη τῆς Παρακλήσεως μᾶς λέγει ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Μωϋσῆς, «παιδιά μου, παρακαλῶ ὑμᾶς, πορεύεσθε εἰς τά κελλία σας, ἄνεϋ περιεργείας καί ὑποψίας, μέ ἡσυχίαν, εἰρηνικά βήματα καί ἀθορύβως διά νά ἡσυχάσετε». «Νά εἶναι εὐλογημένον Γέροντα» εἴπαμεν καί συνεμορφώθημεν πρός τήν ἐντολήν του.
Ἐγώ μετέβην κατ’ εὐθείαν εἰς τό κελλίον μου καί εἰσελθών ἐν αὐτῶ λαμβάνω εἰς τάς χείρας μου τό μολύβι καί τό χαρτί καί ἤρχισα νά ζωγραφίζω τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου. Οἱ Γερμανοί ἀξιωματικοί ἀκολουθοῦσι μου καί μέσῳ τοῦ διερμηνέως των ἐρωτοῦν, «τί κάνει ἐκεῖ ὁ παππούς;» Λέγω τοῦ διερμηνέως, διηγούμενος τό ἱστορικόν τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου…
Ἀκούσας ὁ διερμηνεύς μετεβίβασε τήν ἀπάντησιν εἰς τούς Γερμανούς ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι πολύ εὐχαριστήθησαν. Ἐν τούτοις ἤθελον νά συναντήσωσι τόν Ἡγούμενον διά νά τοῦ μιλήσουν. Τρέχω καί προσκαλῶ τόν Ἅγιον Γέροντα Μωϋσῆν. Ἐρχόμενος ὁ Γέροντας πλησίον των, ἐν τῶ ἄμα καί οἱ τρεῖς ἀξιωματικοί ἐστάθησαν εἰς στάσιν προσοχῆς καί τόν ἐχαιρέτισαν στρατιωτικῶς! Εἰς τήν συνέχειαν ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν, ἐκεῖνος ὅπου εἰσῆλθεν εἰς τόν ναόν, εἶπε εἰς τόν Γέροντα διά τοῦ διερμηνέως του τά ἐξῆς:
«Τήν ὥραν ὅπου παρετήρουν τό ἐσωτερικόν τοῦ ναοῦ, εἶδον πλῆθος Ἀγγέλων μέ λευκά ἐνδύματα ἐνδεδυμένους καί ἀστράπτοντας ὑπέρ τόν ἥλιον. Τούς ἔβλεπον ὡσάν ἀπολιθωμένος ἀρκετήν ὥραν καί δέν ἠδυνάμην ἵνα ἐξηγήσω τό φαινόμενον»!
Καί προσθέτει εἰς τόν Γέροντα: «Τό θαῦμα αὐτό μᾶς ἠμπόδισεν καί δέν πυροβολήσαμεν, διότι μᾶς εἶχον εἰδοποιήσει δικοί σας Ἕλληνες, ὅτι ἐδῶ διατρέφετε καί προστατεύετε παρτιζάνους καί τούς κρύπτετε, τροφοδοτοῦντες αὐτούς. Ἀλλά τό θαυμάσιον αὐτό καί ἐξαίσιον θέαμα, μᾶς ἀφόπλισε θέλοντας καί μή. Ἐδῶ βλέπομεν τό ἀντίθετον, ὅτι ὑπάρχει ἡσυχία καί εἰρήνη καί ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν Θεόν».
Τότε ὁ ἀξιωματικός συγκεκινημένος βαθύτατα, ἐξάγει ἐκ τοῦ θύλακος αὐτοῦ τό πορτοφόλιόν του καί ἐκεῖθεν μίαν εἰκόνα δυτικήν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καί τήν ἠσπάσθη λίαν εὐλαβῶς εἰπῶν, ὅτι ἔχουν εἰς μεγάλην εὐλάβειαν τόν Ἀρχάγγελον Μιχαήλ (ἦτο Ρωμαιοκαθολικός εἰς τό δόγμα)!
Πάντα ταῦτα μετεφράσθησαν ὑπό τοῦ διερμηνέως τῶ Ὁσίῳ Γέροντι. Ἐπίσης καί ὁ Πατήρ ἡμῶν Γέρων Μωϋσῆς, διεβίβασε τάς εὐχαριστίας αὐτοῦ, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ὅλης ἀδελφότητος, διά τήν εὐγενικήν συμπεριφοράν καί τούς καλούς τρόπους τῶν Γερμανῶν, ἀξιωματικῶν καί στρατιωτῶν, προσθέσας καί πολλά διδακτικά περιστατικά ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθώς καί τήν προφητείαν ὅτι ἡ Γερμανία θά πιστεύση καί θά ἐπανέλθη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν.
Ἀκούσαντες ταῦτα οἱ ἀξιωματικοί ἐχάρησαν σφόδρα καί εἶπον τῶ Γέροντι: «Μή φοβεῖσθε, ὅσον καιρόν θά εὑρισκόμεθα ἐδῶ, κανείς δέν θά σᾶς πειράξη, οὔτε τό μικρόν σας δάκτυλον δέν θά θιγῆ…Σᾶς παρακαλοῦμε δεηθῆτε τοῦ Θεοῦ διά τήν εἰρήνην τοῦ κόσμου, νά τελειώση ὁ πόλεμος διά νά πᾶμε καί ἐμεῖς εἰς τά σπίτια μας».
Κατόπιν τούτων, παρέμειναν οἱ Γερμανοί πέριξ τοῦ Ἡσυχαστηρίου ἡμῶν τρεῖς ἡμέρας, ὡς νά μᾶς ἐφύλαττον, καί κατόπιν ἔφυγον. Ἡμεῖς δέ ἐμείναμεν θαυμάζοντες ἔτι περισσότερον τό μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καί τό προορατικόν χάρισμα τοῦ Ἁγίου Γέροντος Μωϋσέως καί ἐδοξολογήσαμε τόν Θεόν διότι καί εἰς τήν σήμερον ἡμέραν ἔστειλε τοιοῦτον Ὅσιον Γέροντα πλησίον ἡμῶν, διά νά μᾶς προστατεύη – Θείᾳ Χάριτι - ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, καθώς καί ἀπό τούς ὁρατούς ἐχθρούς καί πειρασμούς τῶν κακοβούλων ἀνθρώπων, ὀργάνων τοῦ Σατανᾶ.

Ἡ ὁσία κοίμησις τοῦ Γέροντος Μωϋσέως
Ἦτο βεβαίως προκαθορισμένον ἄνωθεν ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων, ἵνα κατά τό σωτήριον ἔτος 1946, ὁ Ὁσιώτατος Πατήρ ἡμῶν καί Γέρων, σεβάσμιος Μωϋσῆς, ἀπέλθη πρός Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν. Καί τοῦτο ἵνα ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν πολλῶν κόπων αὐτοῦ, μόχθων καί ἀγώνων. Διά τοῦτο ὁ Πανάγιος Θεός προειδοποίησε τόν Ὅσιον καί ἀφοσιωμένον Αὐτοῦ δοῦλον, πρό ἕξη μηνῶν ἀπό τῆς αὐτοῦ ἀπελεύσεως ἐκ τῶν ἐγκοσμίων.
Ἰανουάριος μήν, σωτήριον ἔτος 1946. Ἠσθένησεν ὀλίγον ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς (ἄν καί ἡ ἀσθένεια ἦτο φίλος ἀχώριστος εἰς αὐτόν, ἔνεκα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του). Τότε μᾶς ἐκάλεσεν ὁ ἀείμνηστος καί ἔδωσε εἰς ἡμᾶς ἐντολήν νά φροντίσουμε διά τήν ὄρυξιν καί τήν ἑτοιμασίαν τοῦ μνημείου, ἔνθα ἔμελλε νά ἐνταφιασθῆ.
Πράγματι κατ’ ἐντολήν του εἰδοποιήθησαν οἱ πατέρες τῆς ἀνδρῶας Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί ἐπροετοίμασαν τοῦτο, καθώς ὁ ἴδιος ὑπέδειξεν καί ἐπεθύμει ἡ ψυχή του. Διότι ζῶντος αὐτοῦ, μᾶς ὑπέδειξεν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῶν πατέρων τόν τόπον ὅπου ἐπεθύμει καί ἐβούλετο νά ἐνταφιασθῆ, ὄπισθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐπίσης τό μνημεῖον τό ὁποῖον θά ἐδέχετο τό κεκοπιασμένον καί ταλαιπωρημένον ἐκ τῶν πολλῶν ἀσκήσεων σῶμα του, καθ’ ἀπαίτησίν του τό ἤθελε πενιχρόν καί ἀπέριττον. Ὅθεν κατά τήν ἐπιθυμίαν καί βούλησιν τοῦ ἰδίου, οὕτως ἐκατασκευάσαμεν τοῦτο.
Μετά τήν ἑτοιμασίαν τοῦ μνημείου, παρῆλθε ἑξάμηνον χρονικόν διάστημα καί ἡ ἀσθένεια τοῦ Ὁσίου Γέροντος Πατρός Μωϋσέως ἐπεδεινώθη ἔτι περισσότερον, ὥστε μᾶς ἠνάγκασε (κατ’ ἰδίαν του θέλησιν καί ἐπιθυμίαν), νά μεταφέρωμεν αὐτόν εἰς τό μοναστήριον τῶν πατέρων, ὅπου ἐσκόπευε νά ἐνταφιασθῆ.
Διανύομεν τήν ἐποχήν τοῦ θέρους καί ἐγγίζομεν τήν εἴσοδον τοῦ μηνός Ἰουνίου, τοῦ σωτηρίου ἔτους 1946. Ἔνεκα τῆς ἐποχῆς, ἡ θερμότης τοῦ ἡλίου καί ὁ καύσων ἦταν εἰς βαθμόν ὑπέρτατον καί ἡ ἀσθένεια τοῦ μακαρίου καί Ὁσίου Γέροντος Μωϋσέως βαρυτάτη. Δι’ αὐτάς τάς αἰτίας κατασκευάσαμε μίαν μικράν καλύβην ἀπό ξῦλα καί θάμνους, ἔξωθι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, κάτωθεν ἑνός μεγάλου δένδρου (πεύκου) καί εἰσῆλθεν ὁ μακάριος ἐντός τῆς καλύβης διά νά διέλθη τάς ὀλίγας ἡμέρας τοῦ ὑπολοίπου χρόνου τῆς ζωῆς ὅπου τοῦ εἶχον ἀπομείνει.
Ἐκεῖ διαμένοντος τοῦ Ὁσίου, ἐν τῆ μικρᾶ καλύβῃ, ἀπελάμβανε κατά τάς ἐσχάτας ἡμέρας τοῦ βίου του, τάς τελευταῖας δροσεράς θωπείας τοῦ πνέοντος θερινοῦ ἀνέμου καί ἡμεῖς ἐξυπηρετούσαμε τοῦτον κατά τό δυνατόν μας. Παρ’ ὅλην τήν πενίαν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ Θεός οἰκονομοῦσε τά ἀπαραίτητα τῆς ἀσθενείας, ἀλλά «ἄλλαι μέν βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει».
Κατά τό διάστημα τῆς παραμονῆς του ἐν τῆ κλίνει τῆς ἀσθενίας καί ἐνῶ εἶχεν ὀλίγας δυνάμεις, οὐδεμίαν στιγμήν ἐκάθητο ὁ ἀείμνηστος ἀργός, ἀλλ’ ἔγραφε συνεχῶς. Ἔγραψε τήν διαθήκην του, καθώς καί τό Τυπικόν τῶν Ἁγίων καί Ἱερῶν ἡμῶν Μονῶν.
Εἴκοσιν ἡμέρας πρό τῆς ὁσίας αὐτοῦ κοιμήσεως, ἐκάλεσεν ὁ Ὅσιος καί ἀείμνηστος ἐκεῖνος Γέρων Μωϋσῆς ἐνώπιον αὐτοῦ, ἅπαντας τούς πατέρας καί ἀδελφούς τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῶ ἀδελφότητος καί μᾶς ἀπηύθυνε τάς τελευταίας του συμβουλάς, αἵτινες ἀντηχοῦσιν εἰσέτι εἰς τά ὦτα μας. Συμβουλάς πλήρεις πατρικῆς στοργῆς καί ἀγάπης πνευματικῆς. Μᾶς συνεβούλευσε περί Ὀρθοδόξου Πίστεως, περί ὑπακοῆς, περί ὁμονοίας καί ἀγάπης πνευματικῆς καί ἀλληλεγγύης, περί συννενοήσεως καί συνεργασίας εἰς τάς διαφόρους ἐργασίας εἰς τήν Ἱεράν Μονήν, περί ἐμμονῆς εἰς τήν μετάνοιαν τῆς μοναχικῆς μας κλήσεως καί πολιτείας, καθώς καί περί τηρήσεως τοῦ τυπικοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἀκολουθιῶν (σημειωτέον, ὅτι εἰς τάς Ἱεράς ἡμῶν Μονάς ἀκολουθεῖται τό Τυπικόν τοῦ ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων). Προσέτι ὁ ἀείμνηστος μᾶς ὑπέδειξεν ὡς κληροδότημα τάς ἱεράς βίβλους τῶν Ἁγίων Πατέρων Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, καθώς καί τήν Ἁγίαν Γραφήν, Παλαιάν τε καί Καινήν Διαθήκην. Ἐπίσης τό Τυπικόν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς καί τά λοιπά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τά ἐγκεκριμένα ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἵνα συμβουλευόμεθα ἕως ἐσχάτης μας ἀναπνοῆς καί ἐργαζόμενοι οὕτω τό ἔργον τῆς ψυχικῆς μας σωτηρίας, καιρῶ τῶ δέοντι, λάβωμεν παρά Κυρίου Θεοῦ Παντοκράτορος τό βραβεῖον τῆς φιλανθρώπου καί θείας Αὐτοῦ ἐλεημοσύνης.
Ταῦτα εἰπών εἰς ἡμᾶς ὁ μακάριος Γέρων Μωϋσῆς (ἦτο ἡμέρα Δευτέρα τῆς ἑβδομάδος), ἐκάλεσε ἐμέ (τότε ὄντα Ἱερομόναχον) καί ἐξομολογήθη. Κατόπιν ἐζήτησε καί ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐπιλέγων μοι: «Τέκνον μου π. Κάλλιστε, τό Σαββάτο θά σᾶς ἀποχωρισθῶ καί θά ἀπέλθω ὅπου ὁ Θεός βούλεται, ἀλλά θά σέ παρακαλέσω νά μή δώσης ἀμέσως εἴδησιν εἰς τάς ἀδελφάς μοναχάς περί τοῦ θανάτου μου, παρά μόνον ὅταν παρέλθουν τρεῖς ὧρες ἀπό τήν ἀποβίωσίν μου».
Διῆλθε ἡ ἑβδομάδα ἐκείνη μετ’ ἀγωνίας, ἦλθε ἡ Παρασκευή ἑσπέρας καί ἐκοινώνησε καί πάλιν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐποίησε τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἰς ἑαυτόν, ἐσταύρωσε τάς ἀσκητικάς του χεῖρας καί ἐσχηματίσθη κατά τήν τάξιν τῶν νεκρῶν καί διά μιᾶς στιγμῆς ἔπαυσε ἡ ἀναπνοή του. Τότε ἐγώ νομίζων ὅτι ἀπεβίωσεν, ἔξαλλος ἀπό τήν αἰφνιδίως καταλαβοῦσαν με ὑπερβολικήν λύπην, πάραυτα καλῶ ἕνα τῶν πατέρων μοναχόν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω: «Τρέξε γρήγορα νά εἰδοποιήσης τάς ἀδελφάς μοναχάς καί νά φέρετε τά ἐνδύματά του διά νά τόν ἀλλάξουμε».
Ἔξωθεν ὅμως τῆς καλύβης ἵσταντο κατά τήν ὥραν ἐκείνην τρεῖς ἀδελφαί μοναχαί, αἱ ὁποίαι διακονοῦσαν καί ὑπηρετοῦσαν αὐτόν κατά τάς ἐσχάτας ἡμέρας πρό τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Καί ὅταν ἤκουσαν ἐμέ νά λέγω μέ ἔντονον φωνήν καί ἔκδηλον συγκίνησιν ἀπό τήν λύπην εἰς τόν μοναχόν ἀδελφόν τά τῆς προετοιμασίας τοῦ νεκροῦ, ἤρχισαν γοερῶς νά θρηνοῦν.
Αἴφνης τότε εἰς μίαν στιγμήν, ἡ ψυχή τοῦ Ὁσίου Γέροντος Μωϋσέως ἐπανέρχεται καί μοῦ λέγει μέ παράπονον: «Ἄχ παιδάκι μου! Διατί φωνάζετε καί δέν μέ ἀφήνετε νά φύγω; Τώρα ἐξ αἰτίας σας μοῦ ἐδόθη παράτασις ζωῆς καί προθεσμία διά τό ἄλλο Σάββατον. Διά χάρη σας θά ὑποστῶ ἀκόμη τούς πόνους τοῦ σώματός μου»!
Παρῆλθε καί ἡ δευτέρα ἑβδομάς τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Κατά τήν διάρκειαν τῆς ἀσθενείας του ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν καί Ἅγιος Γέρων Μωϋσῆς, ἐδεικνύετο πρός ἡμᾶς ὡς πρότυπον ὑπομονῆς, παρέχων εἰς ἡμᾶς μάθημα καρτερίας καί ἐγκαρτερήσεως εἰς τά θλίψεις καί ἀσθενείας. Καίτοι πράγματι ὑπέφερε δεινῶς βασανιζόμενος καί ἐμαστίζετο ὑπό τῆς ἀσθενείας, ἐν τούτοις οὐδ’ ὅλως ἐγόγγυσε ὁ τρισμακάριος, ἀλλ΄ ὑπέμεινε μέ πρωτοφανῆ ἱλαρότητα καί ἀγαλλίασιν τούς δριμεῖς καί φρικτούς πόνους.
Ἦλθε τό ἑσπέρας τῆς δευτέρας Παρασκευῆς καί πάλιν ἐσχηματίσθη εἰς τάξιν νεκροῦ καί τόν ἄφησα πλέον εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν κείμενον ἔτι περισσότερον χρόνον, ἵνα πιστοποιήσω τόν θάνατόν του. Καί ἐφ’ ὅσον παρῆλθε ἀρκετός χρόνος, νομίζων ὅτι ἀπῆλθεν ἡ ψυχή του, δίδω καί πάλιν εἴδησιν εἰς τόν ἀδελφόν, ἵνα πορευθῆ καί εἰδοποιήση τάς ἀδελφάς περί τῆς θανῆς τοῦ Γέροντος. Δέν ἐπρόφθασα ὅμως νά τελειώσω τήν ἐντολήν καί πάραυτα ἀκούω ἕναν βαθύν στεναγμόν, ὅπου ἀνέβαινε ἀπό τοῦ στήθους τοῦ Ὁσίου Γέροντός μας, ὁ ὁποῖος καί αὖθις ἐπανελθών εἰς τήν ζωήν μοῦ εἶπε: «Ἀφῆστε με, παιδιά μου, νά φύγω καί μή θορυβῆσθε, ἀφῆστε παρακαλῶ νά φύγω μέ τήν ἡσυχίαν μου τουλάχιστον τό ἐρχόμενον Σάββατον, διότι θέλημα Θεοῦ εἶναι νά φύγω πλέον τό ἐρχόμενον Σάββατον ὁριστικῶς καί τότε θά δεῖτε τό μεγαλεῖον τῆς ἀναχωρήσεως τῆς ψυχῆς μου διά τελευταῖαν φοράν, καθ’ ὅτι θά τό παραχωρήση ὁ Κύριος διά νά γίνη μάθημα εἰς ὑμᾶς σωτηριοδέστατον καί ψυχοχωτήριον». Οὗτως εὐδοκεῖ Κύριος Παντοκράτωρ τοῖς φοβουμένοις τό ὄνομα τό ἅγιον Αὐτοῦ.
Πράγματι παρῆλθε καί ἡ τρίτη ἑβδομάδα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων καί εὑρισκόμεθα καί πάλι εἰς τό ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς. Ἔπειτα ἀπό τόν Ἑσπερινόν τόν ὁποῖον ἐδιαβάσαμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐπῆγα εἰς τήν καλύβην τοῦ ἀσθενούς Γέροντός μου ἵνα συντροφεύσω αὐτόν. Μόλις εἰσῆλθον εἰς τήν καλύβην αὐτοῦ, μοῦ λέγει μέ σιγανήν καί χαμηλήν φωνήν (διότι ἦτο πολύ ἐξηντλημένος): «Παιδί μου Κάλλιστε, ὁ ἀδελφός πατήρ Φιλάρετος τώρα βρῆκε τήν ὥραν καί τόν καιρόν διά νά καρφώνη σανίδας καί νά ἀνοίγη τενεκέδες, κάμνοντας τόσον θόρυβον, ὥστε δέν δύναμαι νά ἀκούω; Διατί θέλει νά μέ στενοχωρῆ τώρα εἰς αὐτάς τάς τελευταῖας μου ὥρας; Ἄχ παιδί μου, δέν θά μέ ἀφήσετε να ἡσυχάσω ὀλίγον; Πολύ σέ παρακαλῶ νά κοιτάξης ἔξω νά ἰδῆς πού εὑρίσκεται καί λέγε του νά παύση τήν ἐργασίαν του καί νά μήν θορυβή πλέον, διότι δέν ἀντέχω παιδί μου. Ἔχετε καιρόν νά κάμετε τάς ἐργασίας σας, ἀφῆστε με νά φύγω πρῶτα»!
Τότε πάραυτα ἐξῆλθον ἐκ τῆς καλύβης καί ἠρεύνησα παντοῦ, οὐδαμοῦ ὅμως οὐδέν εἶδον, οὔτε ἤκουσα. Ἐπιστρέφω εἰς τήν καλύβην λέγων: «Γέροντά μου μέ συγχωρεῖτε, δέν εἶδον τίποτα, οὔτε κἄν ἤκουσα θορύβους. Μήπως συμβαίνει τίποτε ἕτερον;». Μοῦ λέγει τότε ὁ μακάριος καί Ὅσιος ἐκεῖνος καί ἀείμνηστος Γέρων Πατήρ Μωϋσῆς: «Τώρα κατάλαβα τί εἶναι ὁ θόρυβος. Εἶναι οἱ ἐχθροί δαίμονες οἱ ὁποῖοι ὡς φαίνεται ἔρχονται πρῶτοι νά κάμουν ἐπίθεσιν κατά τήν ἔξοδον τῆς ψυχῆς μου. Γρήγορα, παιδί μου, τρέξε καί φέρε μου τά Ἄχραντα Μυστήρια διά νά κοινωνήσω, νά εἶμαι - θείᾳ χάριτι καί δυνάμει - ὁπλισμένος. Γρήγορα φέρε μου καί τήν φωτογραφίαν τοῦ Ἁγίου Γέροντός μου Παχωμίου, Ἡγουμένου τῆς τῶν Τριῶν Ὁσίων Πατέρων ἐν Χίῳ Ἱερᾶς Μονῆς, διότι ἐκεῖνος θά ἔλθη νά μέ παραλάβη καί νά μέ ὁδηγήση ἐνώπιον τοῦ Νυμφίου τῆς ψυχῆς μου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπου θά προσκυνήσω τήν Ἁγίαν Τριάδα».
Ὅντως οἱ στιγμές τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κρισιμώτατες καί λίαν φρικτές. Εἶθε ἴλεως γένοιτο ὁ Θεός ἐν ἡμῖν, Ἀμήν.
Κατ’ ἐντολήν καί ἀπαίτησιν τοῦ Ὁσίου Γέροντος Μωϋσέως, ἔφερον ἐνώπιον αὐτοῦ τήν φωτογραφίαν τοῦ Ὁσίου καί Ἁγίου Γέροντος Παχωμίου, τήν ὁποίαν ἔδωσα εἰς χεῖρας του. Ἔλαβε ταύτην μετά σεβασμοῦ καί ἀγάπης, τήν ἠσπάσθη ἀσμένως καί ἔθεσε αὐτήν ἀντίκρυ του διά νά τήν βλέπη. Εἰς μίαν στιγμήν μοῦ λέγει: «Ἄχ εὐλογημένο μου παιδί, δέν βλέπεις; Ἑτοίμασε τό θυμιατήριο, πᾶρε θυμίαμα νά θυμιάσης παιδάκι μου, ἄναψε κεράκια καί κάθισε νά διαβάσης τόν Ἱερόν Εὐαγγέλιον, διά νά ὑποδεχθῶμεν τούς προσερχομένους Ἁγίους μας καί τούς σεσωσμένους γνωστούς καί φίλους μας».
Τότε ἀμέσως κατάλαβα (μέ τήν ἁγίαν του εὐχήν), ὅτι ἡ ὥρα ἐκείνη ἦταν πράγματι φρικτή καί ὅ,τι ἔβλεπε τόν πνευματικόν καί οὐράνιον κόσμον. Αἴφνης μοῦ λέγει μέ χαριέστατον καί ἀγαλλόμενον πρόσωπον: «Παιδί μου ἦλθε ὁ Ἅγιος Γέροντάς μου Παχώμιος» καί τό πρόσωπόν του ἔλαμπε ὡσάν ἥλιος ἀπό χαράν ἀνεκλάλητον καί ἀτελεύτητον. Κατόπιν τῶν ἄνωθεν λεχθέντων ρημάτων ἔπεσεν εἰς ἔκστασιν καί ἤρχισεν νά λέγη περί τοῦ Σχήματος τό ὁποῖον τοῦ εἶχε δώσει ὁ Γέροντάς του Παχώμιος καί νά εὐχαριστῆ αὐτόν μέ μίαν ἔκφρασιν τοῦ πρσώπου του λίαν χαριεστάτην. Ἀλλά καί μέ τάς κινήσεις τῶν χειρῶν του ἐδείκνυε τό Σχῆμα τό Ἀγγελικόν καί τά λοιπά, ἤτοι τό ζωστικόν, τό πολυσταύριον, τήν ζώνην, τό ἐξωτερικόν ράσον, τό κουκούλιον, ἀκόμη καί τό κομβοσχοίνιον. Ταῦτα πάντα ἔψαυε διά τῶν ὁσίων χειρῶν του καί ἐδείκνυε (ὡς φαίνεται) εἰς τόν Γέροντά του Παχώμιον (τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή κατά τήν ὥραν ἐκείνην ἦτο παροῦσα) καί τόν εὐχαριστοῦσε διά τά πνευματικά αὐτά δῶρα, τά ὁποῖα διεφύλαξε ἅπαντα σῶα, καθαρά καί ἀμόλυντα καί τά ἐτίμησε μέ τήν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς καί τήν τήρησιν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως, μέχρις ἐσχάτης του ἀναπνοῆς.
Ὅταν ἐτελείωσε ἡ εὐχάριστος ἐκείνη πνευματική συνδιάλεξις καί συνομιλία τοῦ Γέροντος ἡμῶν Μωϋσέως μετά τοῦ Ὁσίου Γέροντος αὐτοῦ Παχωμίου, πάραυτα ἤλλαξε ὕφος. Τό εἶδος τοῦ προσώπου του ἐγένετο διάφορον, διότι εὑρίσκετο εἰς ἀλλοίωσιν πνευματικήν καί ὁμοίαζε ἐξεστηκώς. Καί τότε ἤρχισε μέ πνεῦμα ἀμυντικόν νά δίδη μεγαλοφώνως ἀπαντήσεις καί νά ἐκφωνῆ:
«Ὤ ἐλεεινέ, κερατωμένε, μαυρισμένε καί ἀνίκανε δαίμων. Ὄχι!» Ὡς ἐφαίνετο διήρχοντο οἱ ἀρχηγοί τῶν δαιμονικῶν τελωνίων ἔμπροσθέν του καί τόν ἐξήταζον! Εἰς ὅσα τόν ἐκατηγόρουν ψευδῶς ἔλεγε συνεχῶς «ὄχι», εἰς τόν δεύτερον δαίμονα καί εἰς τόν τρίτον ὁμοίως, μέχρις καί τοῦ δωδεκάτου!
Κατά τόν χρόνον αὐτόν, ἐνῶ παρηκολούθην τήν σκηνήν ταύτην καί ἀνέμενον μετ’ ἀγωνίας τό ἀποβησόμενον, ἀκούω αἴφνης τόν Ὅσιον Γέροντα Μωϋσῆν νά λέγει μέ δυνατήν - ὅσον ἠδύνατο - φωνήν:
«Ἔ ὁ κοντός, τί θέλεις ἐδῶ, τί ζητεῖς; Σύ ὁ κοντός ποιός εἶσαι; Δεῖξον μοι τήν πινακίδαν σου (τουτέστιν τήν ταυτότητά σου), νά ἰδῶ ποιοός εἶσαι». Ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν ἐν συνεχείᾳ λόγων τοῦ Γέροντος Μωϋσέως, ὁ κοντός καί δυσειδής εἰς τήν θέαν δαίμων ἦτο ὁ δαίμων τῆς αἱρέσεως! Εἰς τήν ἀξίωσιν τοῦ Γέροντος Ὁσίου Μωϋσέως ἔδειξε τήν ταμπέλα του, ἤτοι τήν ταυτότητά του καί ψευδῶς ἐκατηγοροῦσε τόν Γέροντα, ἐγκαλῶν αὐτόν δι’ αἵρεσιν! Ὁπότε ὁ μακάριος Γέρων, μέ ὅσην δύναμιν τοῦ εἶχε ἀπομείνει ἤρχισε νά φωνάζει λέγων:
«Ἐγώ αἱρετικός; Ψεύδεσαι παγκάκιστε δαίμων». Καί πάραυτα ἄρχισε νά ποιῆ τό σημεῖον τοῦ Ἐνδόξου, Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ εἰς ἑαυτόν καί νά λέγει μέ περισσοτέραν δύναμιν φωνῆς:
«Προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον. Συνομολογῶ μετά πάντων τῶν Ἁγίων, ὅτι πιστεύω βεβαίως καί ἀναμφιβόλως εἰς ὅλα τά δόγματα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα περιέχονται εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί ἐκυρώθησαν ὑπό τῶν Ἁγίων Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν ἕνδεκα Τοπικῶν καί τῶν ἐπί μέρους Ἁγίων Πατέρων. Δέχομαι ὁμοῦ καί ὅλας τάς Ἀποστολικάς καί πατρίας παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς καμμίαν προσθήκην ἤ ἀφαίρεσιν, τάς ἐγγράφως ἤ ἀγράφως παραδεδομένας. Καί πᾶν ὅτι καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καί ἐγώ».
Ὅταν ἐτελείωσε τήν ἄνωθεν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, ἠθέλησα ἀπό περιέργειαν νά τόν ἐρωτήσω τί ἔβλεπε τήν ὥραν ἐκείνην, κατά τήν ὁποίαν ἀγωνιοῦσε καί ἔλεγε τά προλεχθέντα. Δέν ἐπρόφθασα ὅμως, διότι μοῦ ἔκανε νεῦμα νά ὑπάγω πλησίον του. Καί ὡς ἐπλησίασα αὐτόν, ἤρχισε ὁ μακάριος ἐκεῖνος Ὅσιος καί Ἅγιος Πατήρ Μωϋσῆς νά μοῦ λέγη μέ φωνήν χαμηλήν καί λίαν ἀδύνατον (διότι ἦτο κατάκοπος καί κουρασμένος καί πολύ ἐξαντλημένος ἐκ τῆς ἀσθενείας του καί ἐκ τῆς πάλης μετά τῶν πονηρῶν πνευμάτων, σχεδόν εὑρίσκετο εἰς τό τέλος τῆς ἐσχάτης του ἀναπνοῆς), ἤρχισε λέγω ἡ Πνευματοκίνητος ἐκείνη καί Θεοκίνητος γλῶσσα νά μοῦ λέγει:
«Εἶδες, παιδί μου Κάλλιστε, πού ἐπέρασαν ὅλοι οἱ ἀρχηγοί τῶν δαιμονικῶν τελωνίων ἔμπροσθέν μου καί μοῦ ἐδείκνυον τάς ταμπέλας των (καθ’ ὅτι κάθε ἕνας ἐξ’ αὐτῶν ἐκπροσωποῦσε τό τάγμα μιᾶς θανασίμου ἁμαρτίας) καί καθώς ἤκουσας τούς ἔλεγον «ὄχι», διότι ψευδῶς μέ ἐκατηγόρουν; Ὁ τελευταῖος ὅμως…ἦτο ὁ δαίμων τῆς αἱρέσεως. Διά τοῦτο ἠναγκάσθην καί εἶπον τήν Ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως καί παρευθής ἔγινε καπνός καί ἐξαφανίσθηκε ἀπό τοῦ προσώπου μου…Ὅταν ἀπέλθω ἐντεῦθεν, ἔχεις τήν εὐλογίαν καί τήν εὐχήν μου νά γράψης ὅτι σέ φωτίσει ὁ Θεός, παιδί μου, πρός δόξαν Αὐτοῦ, πρός στερέωσιν ψυχῶν εἰς τήν ἀγάπην Του καί τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί αἰώνιον μνημόσυνον, Ἀμήν».
Μετά ταῦτα καί πάλιν ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί ἐντός ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος, ἀπεχωρίσθη ἡ μακαρία του ψυχή ἐκ τοῦ σώματος καί ἀπῆλθεν εἰς τάς οὐράνια σκηνώματα, τά ἀγαπητά τοῦ Κυρίου, ἵνα ἀγάλλεται καί χαίρεται αἰωνίως ἐν τῆ Βασιλεῖᾳ τῶν Οὐρανῶν…

Τοῦ μακαρίου Γέροντος ΜΩΫΣΕΩΣ εἴη Αἰωνία ἡ Μνήμη.

































































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου