Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Η ΑΓΙΑ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΛΓΑ



Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου


Ὁ Βίος τῆς ἁγ. Ἰσαποστόλου Ὄλγας δημοσιεύθηκε ὡς ἁγιολογικό σημείωμα στήν ἔκδοση τῆς Ἀκολουθίας της, πού πραγματοποιήθηκε τό 2001 ἀπό τό Μητροπολιτικό Ἵδρυμα ἁγ. Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Ἀττικῆς (σσ. 50). Στή συνέχεια δημοσιεύεται ὡς αὐτοτελές βελτιωμένο ἄρθρο.



Ἡ ἱστορική περίοδος ἀκμῆς τῆς ἁγ. Ὄλγας
Ἡ ἀρχή τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας, στήν ὁποία πρωταγωνιστικό ρόλο ἔπαιξε ἡ ἁγ. Ὄλγα, ἀνάγεται στόν 9ο μ.Χ. αἰ. κατά τόν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στίς στέππες βόρεια τοῦ Εὐξείνου Πόντου οἱ Σκανδιναυϊκῆς καταγωγῆς Βάραγγοι – Ρώς. Στίς περιοχές αὐτές σέ παλαιότερες ἐποχές εἶχαν ἀκμάσει οἱ ἰσχυροί λαοί τῶν Κιμερίων (12ος - 8ος αἰ. π. Χ.), τῶν Σκυθῶν (7ος – 4ος αἰ. π. Χ.) καί τῶν Σαρματῶν (3ος αἰ. π. Χ. – 375 μ. Χ.). Στήν περιοχή αὐτή εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἀπό τόν 7ο μ. Χ. αἰ. οἱ λεγόμενοι ἀνατολικοί Σλάβοι, τούς ὁποίους οἱ Ρώς κατέκτησαν σταδιακά καί δημιούργησαν τήν Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου, μέ δύο σημαντικά πολιτικά κέντρα, τό Κίεβο στό νότο καί τό Νόβγκοροντ στό Βορρᾶ.
Ἡ Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου εἶναι ἡ πρώτη ἐπιτυχημένη ἀπόπειρα κρατικῆς ὀργανώσεως μεταξύ τῶν ἀνατολικῶν Σλάβων. Κύριος πυρήνας τῆς Ἡγεμονίας ἦσαν οἱ περιοχές τοῦ Κιέβου καί τοῦ Νόβγκοροντ. Στίς περιοχές αὐτές σήμερα ἐκτείνονται ἡ Οὐκρανία (νοτιοανατολικά), ἡ Λευκορωσία (βορειοδυτικά) καί ἡ Ρωσία (βόρεια), χώρες πού ἔλκουν τήν ἱστορική τους καταγωγή ἀπό τό κράτος αὐτό.
Ἡ πληθυσμιακή σύνθεση τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου ἦταν πρωτευόντως Σλαβική καί δευτερευόντως Φιννική (στά βόρεια), ἀλλά τήν ἐξουσία κατεῖχαν οἱ Βάρραγοι – Ρώς.
Οἱ Ρῶσοι φυλετικά ἀνήκουν στούς Σλάβους τῶν ὁποίων ὁ ἀνατολικός κλάδος ἀπό τήν ἀρχική τους ἐγκατάσταση, μεταξύ τῶν ποταμῶν Βιστοῦλα καί Δνείστερου, μετακινήθηκε τόν 6ο αἰ. μ.Χ. ἀνατολικά, στούς ποταμούς Βολκώφ, Ντβίνα καί Δνείπερο καί δημιούργησε μόνιμες ἐγκαταστάσεις (Κίεβο, Περεγιασλάβλ, Τσερνίκωφ, Πολότσκ, Νόβγκοροντ, κ.ἄ.). Κατά τόν 7ο αἰ. μ.Χ. ἡ ἀνάπτυξη τῶν Χαζάρων τοῦ Βόλγα καί τῆς Κριμαίας ἔφερε τούς Σλάβους τοῦ Κιέβου σέ θέση ὑποτέλειας πρός αὐτούς, ἐνῶ οἱ Σλάβοι τοῦ Νόβγκοροντ ἦσαν ἤδη φόρου ὑποτελεῖς στούς Βαράγγους – Ρώς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἔμποροι – τυχοδιῶκτες, μέ ἀνώτερη πολιτική καί στρατιωτική ὀργάνωση.
Κατά τό πρῶτο Ρωσικό Χρονικό, τό ὁποῖο συνέγραψε ὁ σημαντικός Ρῶσος χρονογράφος ἅγ. Νέστωρ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1114· ἡ ἱστοριογραφία του καλύπτει τήν περίοδο 850 – 1110), σταδιακά οἱ Σλαβικές φυλές τῶν Σλοβένων τοῦ Νόβγκοροντ, τῶν Κριβιτσῶν τοῦ Σμολένσκ καί τῶν Φινῶν τοῦ ἄνω Βόλγα, ἐκδίωξαν τούς Βαράγγους, ὅμως ἡ ἀδυναμία τους νά ὀργανώσουν τήν διοίκηση καί τήν οἰκονομία τους, τούς ὑποχρέωσε νά ζητήσουν γιά ἡγεμόνες τους τρεῖς Βαράγγους ἐμπόρους ἀδελφούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ πρεσβύτερος Ρούρικ ἀνέλαβε τήν ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ (περί τό 850) καί οἱ ἀδελφοί του τίς ἡγεμονίες τοῦ Ἰζμπόρσκ καί τοῦ Μπελοζέρσκ (ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ πρώτη Ἡγεμονική Δυναστεία τῆς Ρωσίας, ἐκείνη τῶν Ρούρικ, ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτή της, ἡ ὁποία κυβέρνησε τήν Ρωσία μέχρι τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς, τό 1598).
Ὁ Ρούρικ, συνοδευόμενος ἀπό μεγάλο ἀριθμό Βαράγγων – Ρώς, σταδιακά ἐπεξέτεινε τήν κυριαρχεία του στό Ροστώβ, τό Πολότσκ, τό Ἴζμποργκ κ. ἄ. μόνιμες Σλαβικές ἐγκαταστάσεις. Περί τό 860 οἱ ὑποτελεῖς του ἔμποροι Ἄσκολντ καί Ντίρ κατέβηκαν μέ τήν ἄδειά του τόν Δνείπερο καί ἐγκαταστάθηκαν στό Κίεβο, ὅπου ὑπέταξαν τήν Σλαβική φυλή τῶν Πολιάνων, μέχρι τότε φόρου ὑποτελῶν στούς Χαζάρους.
Στό Κίεβο ὁ οἰκισμός τοῦ Κυρίλλωβσκ ἀνάγεται στήν Ἄνω Παλαι-λιθική Ἐποχή, ἡ δέ πόλη πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τόν μυθικό ἱδρυτή της Κίϊ (6ος – 8ος αἰ. μ. Χ.) καί σύντομα ἀναδείχθηκε πρωτεύουσα τῆς φυλῆς τῶν Πολιάνων.
Σταδιακά ἡ Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου καί μέχρι τόν 12ο αἰ., ἄν καί ἐκτείνονταν σέ μία ἀπό τίς πλέον ἀραιοκατοικημένες περιοχές τῆς Εὐρώπης, ἐξελίχθηκε σέ μία προοδευμένη κρατική ὀντότητα, κυρίως λόγῳ τῆς γειτνιάσεως καί τοῦ συγχρωτισμοῦ της μέ τήν στρατιωτική, οἰκονομική, ἐμπορική καί πολιτιστική πολιτιστική ὑπερδύναμη τῆς ἐποχῆς, τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ἀλλά καί λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέ τήν ὁποῖα ἐπιτεύχθηκε ἡ ὁμογενοποίηση τοῦ λαοῦ (Σλάβων, Φιννῶν) καί ἡ ἑνοποίησή του μέ τήν ἄρχουσα τάξη τῶν Βαράγγων - Ρώς.
Σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία στά πολιτισμένα κράτη τῆς Εὐρώπης γράμματα γνώριζαν μόνον οἱ ἀνώτερες τάξεις, στήν Κιεβινή Ρωσία τό ἐκπαιδευτικό σύστημα - πού ἦταν διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου - ἀπέδιδε ἀξιόλογους καρπούς. Στά μέσα τοῦ 12ου αἰ. οἱ πόλεις τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας εἶναι μεγάλες γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Τό Κίεβο ἔχει 50.000 κατοίκους, τό Νόβγκοροντ (μία ἰδιότυπη ἐμπορική δημοκρατία μέ δικό της - ἐκλεγόμενο ἀπό ἐθνοσυνέλευση - Ἀρχιεπίσκοπο) καί τό Τσερνίκωφ 30.000, τήν στιγμή πού τό Λονδίνο ἔχει 12.000 καί τό Οὐϊντσεστερ 5.000!
Σέ μία βαρβαρική Εὐρώπη ὁ Μέγας Βλαδίμηρος ἦταν ὁ πρῶτος Ἡγεμόνας πού κατάργησε τήν θανατική ποινή, ἐνῶ ὁ Γιαροσλάβος ὁ Σοφός κατάργησε τά βασανιστήρια!
Στήν Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου ἡ δομή τῆς ἐξουσίας ἦταν ἡ ἐξῆς: Ὁ Μεγάλος Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου ἦταν στήν κορυφή τῆς ἡγεμονικῆς πυραμίδας καί γύρω του ὑπῆρχε ἕνα ἐπιτελεῖο συγγενῶν του Ἡγεμόνων μικρότερης σημασίας Ἡγεμονιῶν. Τό σχῆμα αὐτό ἦταν ἀποτελεσματικό στήν ἀρχή τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας, ὅταν ὁ ἀριθμός τῶν Ἡγεμονιῶν ἦταν μικρός καί μποροῦσε νά ἀποδόσει, ὅταν στόν Θρόνο τοῦ Κιέβου βασίλευαν Ἡγεμόνες μέ προσωπικότητα καί ἐπιβολή. Ὅταν οἱ Ἡγεμονίες αὐξήθηκαν καί Μεγ. Ἡγεμόνες ἦσαν πρόσωπα μειωμένου κύρους καί περιορισμένης ἀποδοχῆς, τό σχῆμα αὐτό ἄρχισε νά δυσλειτουργεῖ, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία συγκρούσεων καί τούς συχνούς ἐμφυλίους πολέμους. Γιά τήν περίοδο ἀπό τόν θάνατο τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ (1054), μέχρι τήν ἐμφάνιση τῶν Τατάρων (1223), ὁ Ρῶσος Ἱστορικός Pogandin σημειώνει 64 Ἡγεμονίες, 83 ἐμφυλίους πολέμους καί 293 διεκδικητές τοῦ Θρόνο τοῦ Κιέβου! (N. M. Karamzin, "Ἱστορία τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους").

Ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας.
Ὁ ἐκχριστιανισμός τοῦ νέου λαοῦ πού προέκυψε ἀπό τήν συγχώνευση τῶν Σλάβων καί τῶν Βαράγγων - Ρώς, τῶν Ρώσων, ἀλλά καί τῶν Σλάβων γενικώτερα, ὑπῆρξε καρπός τοῦ ἱεραποστολικοῦ πνεύματος τοῦ Βυζαντίου, τό ὁποῖο πήγαζε ἀπό τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ προσπάθειες γιά τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Ρώσων ἄρχισαν ἀμέσως μετά τήν πρώτη ἐμφάνισή τους πρό τῶν τειχῶν τῆς ΚΠόλεως. Κατά τόν Ἀκαδημαϊκό Διον. Ζακυνθινό, "τήν 18η Ἰουνίου 860, οἱ Ρώς ἐπιβαίνοντες 200 πλοίων, εἰσῆλθον εἰς τόν Βόσπορον, ἐλεηλάτησαν τάς ἀκτάς καί νήσους τῆς Προποντίδος, ἐνῶ ὁ Μιχαήλ Γ' ἐκστρατεύων κατά τῶν Ἀράβων, εὑρίσκετο μακράν τῆς πρωτευούσης... Ὁ μεγαλοφυής νοῦς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ἡ στάση τοῦ ὁποίου ἔσωσε τήν Βασιλεύουσα, συνέλαβε ἀμέσως τήν ἰδέα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων" (βλ. Μεγ. Φωτίου, "Ὁμιλίαι", σχόλια Β. Λαούρδα, Θεσσαλονίκη 1959).
Οἱ κάτοικοι τῆς Πόλεως πανικοβλήθηκαν ἀπό τήν ἐμφάνιση τῶν Ρώσων καί δημιουργήθηκε ἔκρυθμη κατάσταση, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ Μεγάλου Φωτίου (βλ. Σ. Ἀριστάρχου, «Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Φωτίου Πατριάρχου ΚΠόλεως Λόγοι καί Ὁμιλίαι ὀγδοήκοντα τρεῖς», τόμοι Α – Β, ΚΠολις 1900) καί μαρτυροῦν Βυζαντινοί Χρονογράφοι (Θεοφάνους Συνεχιστής {ΕΠ 121, 209 – 212}, Κεδρηνός – Σκυλίτζης {ΕΠ 121, 1057}, Ζωναρᾶς {ΕΠ 135, 25 - 28}).
Ἡ παράδοση ἀποδίδει σέ θαῦμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τήν ἀπόκρουση τῶν Ρώς. Ὁ Μέγας Φώτιος λιτάνευσε τήν Ἁγία Ζώνη καί οἱ ἐπιτιθέμενοι διαλύθηκαν, ἐνῶ παράλληλα ἡ χρήση τοῦ ὑγροῦ πυρός κατέστρεψε τόν Ρωσικό στόλο. Ἔτσι οἱ ἐπιτηθέμενοι ζήτησαν διαπραγατεύσεις γιά τήν παραχώρηση ἐμπορικῶν προνιμίων, θέμα τό ὁποῖο χειρίστηκε ὁ ἄριστος γνώστης τῶν προοπτικῶν τῆς Βυζαντινῆς δπλωματίας Πατριάρχης Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλευόμενος τήν ἱστορική συγκειρία, ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ὑποστηρίξεως τῆς Χριστιανικῆς Ἱεραποστολῆς στή Ρωσία, ἄνοιξε τίς ἀγορές τῆς ΚΠόλεως καί τῆς Χερσῶνας στούς Κιεβινούς ἐμπόρους.
Ἡ πρώτη αὐτή προσπάθεια ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων εἶχε σημαντικά ἀποτελέσματα, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τήν ἐγκύκλια ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Φωτίου (867). «Τό παρά πολλοῖς πολλάκις θρυλούμενον – γράφει - καί εἰς ὠμότητα καί μιαιφονίαν πάντας δευτέρους τεττόμενον (ἔθνος), τό Ρώς, οἱ δή καί κατά τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀρχῆς, τούς πέριξ αὐτῶν δουλωσάμενοι, κἀκεῖθεν ὑπέρογκα φρονηματισθέντες, χεῖρας ἀντῆραν. Ἀλλ’ ὅμως νῦν καί οὗτοι τήν τῶν Χριστιανῶν καθαράν καί ἀκίβδηλον θρησκείαν, τῆς ἑλληνικῆς καί ἀθέου δόξης ἐν ἧ κατείχοντο πρότερον, ἐν ὑπηκόων ἀπηλλάξαντο ἑαυτούς καί προξένων τάξει, ἀντί τῆς πρό μικροῦ καθ’ ἡμῶν λεηλασίας καί τοῦ μεγάλου τολμήματος, ἀγαπητῶς ἐγκαταστήσαντες. Καί τοσοῦτον αὐτούς ὁ τῆς Πίστεως πόθος καί ζῆλος ἀνέφλεξεν, ὥστε καί Ἐπίσκοπον καί ποιμένα δέξασθαι καί τά τῶν Χριστιανῶν θρησκεύματα διά πολλῆς σπουδῆς καί ἐπιμελείας ἀσπάζεσθαι» (P.G. 102, 736 - 737. Ἐπίσης Βλασίου Φειδᾶ, «Ὁ Ἱερός Φώτιος καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας», 1988).
Ὁ Μέγας Φώτιος, δηλαδή, ἔστειλε στούς Ρώσους καί Ἐπίσκοπο ἡγούμενο τῆς ἱεραποστολῆς. Τότε βαπτίσθηκαν καί οἱ Ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου Ἄσκολντ καί Ντίρ, ὅμως τό βάπτισμα τό 860 δέν εἶχε ὁριστικό ἀποτέλεσμα, διότι ἡ κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τόν Βάρραγγο Πρίγκιπα Ὄλεγκ καί ἡ νέα εἰσβολή Βαραγγικοῦ στοιχείου, ἀπέτρεψε τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί διέκοψε τήν ἀνάπτυξη τῆς ἱεραποστολῆς (880 - 882). Ὁ Ὄλεγκ, παρά τό δεγονός ὅτι δέν δίωξε τούς Χριστιανούς, σκότωσε τούς Χριστιανούς Ἡγεμόνες Ἄσκολντ καί Ντίρ.
Τό 907 ὁ Ὄλεγκ ἐπιτέθηκε κατά τῆς ΚΠόλεως, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῶν ἐμπορικῶν προνομίων τῶν Κιεβινῶν, στόχος πού ἐπιτεύχθηκε μέ τήν ἐμπορική συμφωνία τοῦ 911, τήν ὁποία παραχώρησε ὁ Αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός (886 – 912).
Στόν Ὄλεγκ ἀνῆκει ἡ μεταφορά τῆς πρώτης Ρωσικῆς πρωτεύουσας ἀπό τό Νόβγκοροντ στό Κίεβο καί ἡ ἐκδίωξη ἀπό τόν Δνείπερο τοῦ Τουρκικοῦ φύλου τῶν Χαζάρων πού εἶχε ἀσπαστεῖ τόν Ἰουδαϊσμό.
Νέα ἐκστρατεία κατά τῆς ΚΠόλεως ἐπιχείρησε ὁ διάδοχος τοῦ Ὄλεγκ Ἡγεμόνας Ἰγώρ, μέ σκοπό καί πάλι τήν ἀνανέωση τῶν ἐμπορικῶν προνομίων, ἡ ὁποία ἐπιτεύχθηκε μέ τήν συνθήκη τοῦ 945. Ἀπό τό κείμενο τῆς συμφωνίας πού διασώζει τό Ρωσικό Χρονικό προκύπτει, ὅτι στό Κίεβο ὑπῆρχε Χριστιανικός Ναός προς τιμήν τοῦ Προφ. Ἠλία, στόν σταυρό τοῦ ὁποίου ὀρκίσθηκαν οἱ Χριστιανοί Κιεβινοί ἔμποροι πού συμμετεῖχαν στις διαπραγματεύσεις.

Τό ὑπόβαθρο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων.
Ἡ θρησκεία τῶν ἀνατολικῶν Σλάβων ἦταν ὁ Παγανισμός. Κατά τόν Νικ. Ζέρνωφ, «δέν εἶχαν οὔτε ναούς, οὔτε ὀργανωμένη Ἱερωσύνη. Λάτρευαν τήν θεία δύναμη, ὅπως ἀποκαλύπτονταν στίς διάφορες ἐκδηλώσεις τῆς φύσης. Ἔβλεπαν τόν ἥλιο, τόν ἄνεμο, τήν γῆ καί κυρίως τόν κεραυνό, σάν φορεῖς τῆς θεότητας. Εἶχαν ἀνεπτυγμένη τήν αἴσθηση τῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς νεκρούς καί συγκαλοῦσαν μυστηριακούς δείπνους πάνω στούς τάφους τῶν προγόνων. Πίστευαν ἐπίσης σέ φιλάγαθα καί κακοήθη πνεύματα πού κατοικοῦσαν στούς ἀγρούς, τά δάση, τά ποτάμια καί τά σπίτια» (Νικ. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρῶσοι καί οἱ Ἐκκλησία τους», 1972, σελ. 10).
Οἱ Βάραγγοι – Ρώς ἦταν ἐπίσης εἰδωλολάτρες, μέ ἀνώτερη ὅμως πολιτική καί στρατιωτική ὀργάνωση ἀπό τούς ντόπιους Σλάβους καί ἔφεση στό ἐμπόριο καί τόν τυχοδιωκτισμό. Ἔτσι τό ὑπόβαθρο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς μεγάλης – γεωγραφικά – αὐτῆς χώρας, ὑπῆρξε σαφῶς ἐμπορικό. «Ἡ σημασία τῶν ἐμπορικῶν σχέσεων – γράφει ὁ Καθηγητής Βλάσιος Βειδᾶς – εἰς τήν πνευματικήν ἐπίδρασιν εἶναι πανθομολογουμένη. Διότι τό ἐμπόριον ἦτο ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει ἀνταλλαγή ὄχι μόνον ὑλικῶν, ἀλλά καί πνευματικῶν ἀγαθῶν» (Βλ. Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας», 1988, σελ. 17).
Οἱ Ρῶσοι εἶχαν ζωτικά συμφέροντα στίς ἀγορές τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, κυρίως τῆς ΚΠόλεως καί τῆς Χερσῶνας, καί σάν μέσο πίεσης χρησιμοποίησαν τίς ἐπιδρομές τους. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τρεῖς Βυζαντινο – Ρωσικές ἐμπορικές συμφωνίες (τῶν ἐτῶν 911, 945 καί 971), ὑπῆρξαν συνέπεια ἰσαρίθμων ἐπιδρομῶν τῶν Ρώσων κατά τῆς ΚΠόλεως. Δέν πρέπει ἀκόμη νά ἀποκλεισθεῖ ἡ εὐνοϊκώτερη ἀντιμετώπιση ἀπό τούς Βυζαντινούς τῶν Χριστιανῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἐμπόρους. Αὐτό ἀνάγκαζε πολλούς Ρώσους νά προσχωροῦν στό Χριστιανισμό, χωρίς τά κίνητρα αὐτῆς τῆς ἀπόφασης νά εἶναι ἀπόλυτα πνευματικά.
Ὅπως ἦταν φυσικό οἱ ἀσπαζόμενοι τόν Χριστιανισμό Ρῶσοι ἔμποροι, μετέδιδαν τήν νέα πίστη στίς οἰκογένειες καί τόν εὑρύτερο κύκλο τους. Αὐτό ἦταν σχετικά εὔκολο, ἀφοῦ ἡ πατρογονική Ρωσική εἰδωλολατρεία δέν διακρίνονταν γιά θρησκευτικό φανατισμό καί μισαλλοδοξία. Ἀκόμη πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἔγινε γνωστός στίς φυλές τῶν ἀνατολικῶν Σλάβων καί ἀπό τό Βυζαντινό Θέμα τῆς Κριμαίας, ὅπου ἤδη ἀπό τούς πρώτους μ. Χ. αἰῶνες ὑπῆρχαν ἀκμαῖες τοπικές Ἐκκλησίες.

Τό βάπτισμα τῆς Ἡγεμονίδος Ὄλγας.
Σημαντικός παράγοντας τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων ὑπῆρξε τό βάπτισμα τῆς Ἱσαποστόλου ἁγ. Ὄλγας (+ 969). Ἡ Ὄλγα ἦταν σύζυγος τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Ἰγώρ καί κυβέρνησε μέ ἰσχυρή πυγμή τήν Κιεβινή Ρωσία μετά τόν θάνατό του, σάν ἐπίτροπος τοῦ γιοῦ της Σβιατοσλάβου. Ἐκδικήθηκε τόν θάνατο τοῦ συζύγου της, καίγοντας ζωντανούς τούς δολοφόνους του (τήν φυλή τῶν Ντρεβλιάνων), ὅμως τό ἀπάνθρωπο ἐθιμικό δίκαιο τῆς ἐποχῆς της τήν ἀπομάκρυνε σταδιακά ἀπό τήν εἰδωλολατρεία καί τήν ὁδήγησε στόν Χριστιανισμό, στόν ὁποῖο κατηχήθηκε ἀπό τόν Κιεβινό Χριστιανό Ἱερέα Γρηγόριο.
Ἡ Ὄλγα βαπτίσθηκε στήν ΚΠολη τό 955 (ἤ 957) καί κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τό Αὐτοκρατορικό πρωτόκολλο πῆρε τό ὄνομα τῆς τότε Αὐτοκράτειρας καί ὀνομάσθηκε Ἑλένη. Ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Ζ' ὁ Πορφυρογέννητος ἦταν ὁ ἀνάδοχός της καί ὁ ἴδιος ἔγραψε γιά τήν ἐπίσκεψή της στό «Περί βασιλείου τάξεως» ἔργο του (ΕΠ 113, 1108 – 1112). Κατά τούς Χρονογράφους τήν κατήχησή της συμπλήρωσε προσωπικά ὁ Πατριάρχης ἅγ. Πολύευκτος, ὁ ὁποῖος ἐπειδή δέν γνώριζε τήν Ρωσική γλῶσσα, χρησιμοποίησε τόν Κιεβινό Ἱερέα Γρηγόριο ἤ ἄλλο πρόσωπο τῆς Βυζαντινῆς διπλωματίας.
Ὅπως ἀναφέρεται ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος πού τήν βάπτισε, τῆς πρόσφερε τόν Σταυρό της, σάν εὐλογία γι' αὐτήν, καί πάνω του ἦταν γραμμένα τά ἀκόλουθα: "Ἡ Ρωσική γῆ ὑψώθηκε στήν κατά Θεόν ζωή, μέ τό βάπτισμα τῆς εὐλογημένης Ὄλγας".
Τό βάπτισμα τῆς ἁγ. Ὄλγας εἶχε προσωπικό χαρακτῆρα, ἦταν μία προσωπική ἐπιλογή, χωρίς ἄμεσες συνέπειες στόν ἐκχριστιανισμό τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας. Ἡ Ἁγία δέν ἐπέβαλε τόν Χριστιανισμό στή χώρα της, διότι τό ἰσχυρό εἰδωλολατρικό στοιχεῖο τοῦ Κιέβου δέν ἦταν προετοιμασμένο γιά μία τέτοια ἱστορική στροφή. Ὅμως ἡ ἴδια ἔζησε Χριστιανικά καί μέ τό παράδειγμα καί τήν διδαχή της διαμόρφωσε τόν χαρακτῆρα τοῦ ἐγγονοῦ της Βλαδιμήρου, ὁ ὁποῖος προχώρησε στό Βάπτισμα τοῦ 988/989.
"Ἡ διατύπωσι αὐτή τοῦ Πατριάρχη - γράφει ὁ Μοναχός καί Θεολόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Ἐπιφάνιος Chernov - ὑπῆρξε προφητική καί σπουδαιοτάτης σημασίας. Διότι, ἐπιστρέφοντας ἡ Ὄλγα στό Κίεβο, σάν Μεγάλη Ἡγεμονίδα Ὄλγα - Ἑλένη, ἄρχισε νά διασχίζει ὁλόκληρη τήν χώρα τῶν Ρώσων, κηρύττοντας τόν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη γνωστός στό λαό ἀπό Βυζαντινούς ἐμπόρους. Ἔτσι ἔγινε Ἰσαπόστολος, ὄχι μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά γνησίως καί κυριολεκτικῶς. Ἦταν ζηλώτρια τῆς νέο-αποκτηθείσης Πίστεως, καθένας μποροῦσε νά τό καταλάβει καί ἀκολουθοῦσε τό παράδειγμά της. Πρίν τόν θάνατό της, ἔπεισε τόν γιό της Μεγάλο Ἡγεμόνα Σβιατοσλάβο νά δεχθεῖ τόν Χριστιανισμό, ἀλλά αὐτός τελικά ἄλλαξε γνώμη. Τότε ἐκείνη τοῦ προφήτευσε ἕνα ἀπαίσιο θάνατο καί αἰώνια ἀπώλεια, προκηρύσσοντας ταυτοχρόνως καί τό ἐπερχόμενο Βάπτισμα τῆς Ρωσίας.
Τρία χρόνια μετά τό γεγονός αὐτό, ὁ Σβιατοσλάβος συνελήφθη αἰχμάλωτος κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου μέ τούς Πετσενέγους καί αὐτοί ἔφτιαξαν μέ τό κρανίο του ἕνα κύπελο γιά τόν ἀρχηγό τους! Ἔτσι, ὁ ἐγγονός τῆς Ὄλγας Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Βλαδίμηρος, ἦταν ἐκεῖνος πού βαπτίσθηκε μέ ὅλους τούς Ρώσους, τό 988
".
Κατά τό Ρωσικό Χρονικό ἡ Ὄλγα ὑπῆρξε "ἡ πρόδρομος τῆς Χριστιανικῆς γῆς τῆς Ρωσίας, ὡς ἡ ἠώς προηγεῖται τοῦ ἡλίου καί ἡ αὐγή τῆς ἡμέρας, διότι αὐτή ἔλαμψεν ὡς ἡ σελήνη ἐν νυκτί καί ἠκτινοβόλει μεταξύ τῶν ἀπίστων ὡς ὁ μαργαρίτης ἐν βορβόρῳ".
Τήν ἐποχή τοῦ βαπτίσματος τῆς Ὄλγας ὁ Βασιλιάς τῶν Φράγκων Ὄθων Α’ ἐκδήλωσε βλέψεις ἐπί τῶν ἀνατολικῶν Σλάβων, τούς ὁποίους προσπάθησε νά ὑπαγάγει στήν σφαίρα ἐπιρροῆς του μέσῳ τῆς ἱεραποστολῆς. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἔστειλε στό Κίεβο τόν Ἐπίσκοπο Λιβούτιο, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπεβίωσε κατά τήν διαδρομή, τό 960. Τόν διαδέχθηκε ὁ Ἀδαλβέρτος, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ρωσίας, ἀλλά ὅταν ἔφθασε στό Κίεβο ἀντιμετώπισε τήν ἀδιαφορία τῆς Ὄλγας καί ἀναγκάστηκε νά ἐπιτρέψει ἄπρακτος. (M.G.H., SS, I, 624 - 625).
Ἡ ἁγ. Ὄλγα σφράγισε τήν ἐποχή της μέ τήν προσωπική της ἁγιότητα καί ἀποτέλεσε τήν ἀπαρχή μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας Ἁγίων Ἡγεμόνων καί Ἡγεμονίδων. Λ. χ. ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη Πριγκίπισσα τοῦ Πολότσκ (+ 1173), μόνασε ἀπό τήν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν καί ἐκχριστιάνισε τίς φυλές τῶν Ρωσο-Λιθουανικῶν συνόρων. Καί ἡ ἐπίσης Πριγκίπισσα ὁσ. Εὐφροσύνη τοῦ Σούζνταλ (+ 1250), μόνασε σέ ἡλικία 15 ἐτῶν, ἀναλώθηκε σέ ἔργα εὐποιϊας καί φιλανθρωπίας καί προεῖδε τό μαρτύριο τοῦ πατέρα της Ἡγεμόνα Μιχαήλ τοῦ Τσερνίκωφ, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε τό 1246 ἀπό τούς Τατάρους, μαζί μέ τόν Βογιάρο Θεόδωρο, ἀρνούμενος νά ἀσπαστεῖ τόν Μωαμεθανισμό.
Ἡ κατήχηση πού πῆρε ἡ ἁγ. Ὄλγα ἀπό τόν Πατριάρχη ἅγ. Πολύευκτο, «εἰς τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν προσευχήν, τήν νηστείαν, τήν ἐλεημοσύνην καί τό καθῆκον τοῦ τηρεῖν τό σῶμα ἁγνόν», ἔγινε βίωμα καί παράδειγμα στό λαό καί τήν οἰκογένειά της. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι παρά τήν ἀντίδραση τοῦ γιοῦ της Σβιατοσλάβου, ἐπέδρασε στή διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τῶν ἐγγονῶν της, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μέν Γιαροπόλκ «διέκειτο εὐμενῶς πρός τόν Χριστιανισμόν», ὁ δέ Βλαδίμηρος τόν κατέστησε ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ρωσίας.
Ὁ ὅσ. Νέστορας ὁ Χρονικογράφος (+ 1114, ἀδελφός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου), ἀποδίδει σέ Βογιάρους τήν παρατήρηση πρός τόν Βλαδίμηρο, ὅτι «ἐάν ἡ Ἑλληνική πίστις δέν ἦτο καλή, δέν θά ἐδέχετο αὐτήν ἡ μάμμη σου Ὄλγα, ἡ ὁποία ἦτο σοφωτέρα πάντων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων».
Κατά τόν Ἑλληνικό Συναξαριστή ἡ ἁγ. Ὄλγα, «οὐχί μόνον μέ τήν διδασκαλίαν, ἀλλά πολύ περισσότερον μέ τά καλά ἔργα ὡς παράδειγμα καί μέ τάς θερμάς ὁλονυκτίους δειήσεις καί τά διάπυρα δάκρυα, παρεκάλει τόν Θεόν ὅπως φωτίση καί καθοδηγήση καί τόν ἐθνικόν υἱόν αὐτῆς καί τόν Ρωσικόν λαόν εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Ἰουλίου, ἔκδοσις 1981, σελ. 252).
Ἡ ἁγ. Ὄλγα θεωρεῖται κτίτορας τῶν πρώτων μεγάλων ναῶν τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας, ὅπως τῆς Ἁγίας Σοφίας στό Κίεβο καί τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Πσκώφ (ὁ πρῶτος πάντως, πιθανῶς ἱστορικά δεύτερος, θεμελιώθηκε ἀπό τόν δισεγγονό της Γιαροσλάβο τόν Σοφό τό 1037).
Ἡ ἁγ. Ὄλγα κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 969. Κατά τήν κοίμησή της, σάν τήν μητέρα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἁγ. Ἀνθοῦσα, ζήτησε ἀπό τά παιδιά της νά «ἀναμείνουν τόν θάνατό της καί νά μήν τήν ἐγκαταλείψουν μόνη».
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό της, τό ὁποῖο βρέθηκε ἄφθαρτο καί τό 1009 κατατέθηκε ἀπό τόν Μεγάλο Βλαδίμηρο στόν περίφημο Ναό Κοιμ. Θεοτόκου (τῆς Δεκάτης), στό Κίεβο. Ἐκεῖ τό εἶδε σέ ἄριστη κατάσταση ὁ Χρονογράφος Ἰακώβ Mnikh (τό 1072) καί τό περιέγραψε. Μετά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων (1240), δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἐνωρίτατα διακήρυξε τήν ἁγιότητα τόσο τῆς Ὄλγας, ὅσο καί τοῦ Μεγάλου Βλαδιμήρου, τούς ὁποίους τίμησε μέ τόν τίτλο τοῦ Ἰσαποστόλου. Στήν εἰκονογραφία συνήθως εἰκονίζονται μαζί, νά ὑψώνουν τόν Τίμιο Σταυρό, ὡς ἄλλοι Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 11η Ἰουλίου.

Ἡ μνήμη τῆς ἁγ. Ὄλγας στήν Ἑλλάδα.
Στήν Ἑλλάδα ἡ μνήμη τῆς ἁγ. Ὄλγας ἄρχισε νά διαδίδεται κυρίως μετά τόν γάμο (τό 1851) τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Α' (+1913), μέ τήν Μεγάλη Δούκισσα τῆς Ρωσίας Ὄλγα (1851 -1926), κόρη τοῦ Μεγάλου Δοῦκα Κωνσταντίνου καί ἐγγονή τοῦ Τσάρου Νικολάου Α'.
Ἡ ἀγαθῆς μνήμης Βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων Ὄλγα, ὑπῆρξε ἐξαιρέτως Χριστιανική ψυχή. Ἡ ἀγάπη της πρός τόν Θεό, ἀλλά καί τό Ἑλληνικό Ἔθνος ὑπῆρξε μεγάλη καί ἡ ἀγαθοποιός δράσις της καθ' ὅλη τήν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Γεωργίου Α' ἐξαιρετική. Τό ὄνομά της συνδέθηκε μέ μεγάλα γιά τήν ἐποχή της ἔργα, ὅπως τό Νοσοκομεῖο "Εὐαγγελισμός" (1884), τήν Σχολή Ἀδελφῶν Νοσοκόμων, τίς Φυλακές Ἀβέρωφ (1896, ἡ μέριμνά της γιά τούς κρατουμένους συντέλεσε στόν ἐξανθρωπισμό τῶν Ἑλληνικῶν φυλακῶν), τό Ρωσικό Νοσοκομεῖο Πειραιῶς, κ.ἄ. Ὑποστήριξε τήν ἔρευνα στούς τομεῖς τῆς Χριστιανολογίας καί τῆς Βυζαντινολογίας, καθώς καί τήν ἵδρυση τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν. Ἐνίσχυσε οἰκονομικά τό Ἀρσάκειο καί Ἀμαλίειο (Παρθεναγωγία τῆς ἐποχῆς) καί τήν ἀνέγερση τῶν Ναῶν ἁγ. Κωνσταντίνου, ἁγ. Εἰρήνης καί Παναγίας Χρυσοσπηλαιώτισσας τῶν Ἀθηνῶν.
Τό 1904 ὁ Ζακύνθιος Ἱερεύς Νικόλαος Ἀβούρης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίων Πάντων Ζακύνθου, φιλοπόνησε Ἀκολουθία πρός τιμήν τῆς ἁγ. Ὄλγας καί τήν ἀφιέρωσε στή Βασίλισσα Ὄλγα, ἡ ὁποία ἀπάντησε μέ τό ἀκόλουθο Βασιλικό Ἔγγραφο:
ΑΝΑΚΤΟΡΑ
Ἐν Ἀθῆναις τῆ 17 Μαρτίου 1904
Ἀριθμ. 96
Τῶ Εὐλαβεστάτῳ Πρεσβυτέρῳ Κυρίῳ Νικ. Ἡ. Ἀβούρη,
Ἐφημερίῳ τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ζάκυνθον.
Ἡ Α.Μ. ἡ Βασίλισσα, λαβοῦσα γνῶσιν τῆς αἰτήσεως Ὑμῶν, εὐδοκοῦσα μέ διέταξεν ὅπως γνωρίσω Ὑμῖν, ὅτι εὐμενῶς ἀποδέχεται τήν ἀφιέρωσιν τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἁγίας Ὄλγας, συγγραφείσης ὑφ' Ὑμῶν.
Μετά πάσης τιμῆς,
Ὁ Κλειδοῦχος τῆς Α.Μ. τῆς Βασιλίσσης
Δ. ΜΕΣΣΑΛΑΣ

Ἡ Ἀκολουθία αὐτή ἐπανεκδόθηκε τό 2001 ἀπό τό Μητροπολιτικό Ἵδρυμα ἁγ. Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Ἀττικῆς, μέ Πρόλογο τοῦ Σεβ. Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου. Στό ἐξώφυλλο τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς δημοσιεύθηκε ἐξαιρετικῆς τέχνης εἰκόνα τῆς Ἁγίας, Βυζαντινῆς Τέχνης, ἔργο τῆς Καλύβης Γεννήσεως Χριστοῦ Κατουνακίων Ἁγίου Ὄρους, προερχόμενη ἀπό τό "Εἰκονογραφημένο Ἑορτοδρόμιο" τοῦ Σεβ. Ἐπισκόπου Γαλακτίωνος Γκαμίλη.
Ἐκτός ἀπό τήν Ἀκολουθία αὐτή ἄλλη Ἀκολουθία πρός τιμήν τῆς ἁγ. Ὄλγας φιλοπόνησε καί ὁ Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
S. H. Cross, “The Russian Primary Chronicle”, 1953.
Βλ. Φειδᾶ, «Ἡ Ἡγεμονίς τοῦ Κιέβου Ὄλγα - Ἑλένη (945 - 964) μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως», 1973.
Simon Franklin, “Constantine Porphyrogenitus and Russia”, Β’ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση 22 – 26. 7. 1987, Εὐρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφῶν.
Larisa Vasilievna, “Οἱ γυναῖκες τοῦ Ρωσικοῦ Στέμματος».
D. Bordovchev, “Ἱστορικές γυναίκες τῆς Ρωσίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου