Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΣΑΜΑΚΟΣ

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Προλεγόμενα

Ὁ ἅγ. Ἰωσήφ ὁ Ἡγιασμένος, ὁ ἐπιλεγόμενος Σαμάκος, ἀποτέλεσε ἀπό ἐτῶν ἀντικείμενο ἐρεύνης τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής». Τό ἔναυσμα ἔδωσε ἡ προσφορά στή Βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου ἑνός ἀντιτύπου τῆς Ἀκολουθίας του, ἐκδόσεως 1947 (βλ. σχετικῶς). Περιλήφθηκε ἀκόμη ὁ Ἅγιος στή μεγάλη ἐρευνητική ἐργασία τοῦ Κέντρου, ἡ ὁποία εἶχε σάν ἀντικείμενο τούς ἀδιαφθόρους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας.
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δέν ἀποτελεῖ κριτική ἔκδοση τοῦ Βίου τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ. Εἶναι κείμενο πού ἀπευθύνεται στό μέσο ἀναγνώστη. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι διατυπωμένο ἁπλά, χωρίς ὅμως νά ἀδικεῖ τήν ἱστορική ἀκρίβεια καί τήν ἐπιστημονική μεθοδολογία.
Ὁ ἅγ. Ἰωσήφ γεννήθηκε, ἀσκήθηκε, ἁγίασε καί τελειώθηκε ὁσιακά στή Βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ἐφ’ ὅσον κάθε προσωπικότητα κρίνεται σέ σχέση μέ τήν ἐποχή καί τίς συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ἔζησε, κρίνεται ἀναγκαία μία σύντομη ἀναφορά τόσο στή Βενετοκρατία στήν Κρήτη - τήν μεγαλύτερη περίοδο ξένης κυριαρχίας στή Μεγαλόνησο (1204 – 1669, 465 χρόνια!) – γιά νά γίνουν ἀντιληπτές οἱ ἰδιαίτερες ἱστορικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές συνθῆκες, κάτω ἀπό τίς ὁποῖες «ἤνθησεν τό εὐῶδες τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ ἄνθος», ὅσο καί στόν Βενετο – Τουρκικό λεγόμενο Κρητικό Πόλεμο (1645 – 1669) καί τούς Κρῆτες πρόσφυγες στή Ζάκυνθο, διότι σχετίζονται μέ τήν ἔξοδο τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου του ἀπό τήν Κρήτη καί τήν διάσωσή του «ἐν τῆ ἁγιοδόχῳ ταύτῃ πολιτείᾳ τῆς Ἑπτανήσου».
Τά ἐντός εἰσαγωγικῶν κείμενα γιά τά ὁποῖα δέν ὑπάρχουν παραπομπές, ἔχουν ληφθεῖ ἀπό τόν πρῶτο Βίο τοῦ Ἁγίου, τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Μουζάκη, τοῦ Πεδιώτη.

Μέρος Πρῶτο:

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ

1. Ἡ Βενετοκρατία στήν Κρήτη (1204 – 1669).
Ἡ Κρήτη βρέθηκε ἐκτός Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τό 1203, ὅταν ὁ Ἀλέξιος Ἄγγελος τήν παραχώρησε στόν Βονιφάτιο τόν Μομφερατικό, προκειμένου νά ἐπιτύχει τήν ὑποστήριξή του στήν ἀποκατάσταση τοῦ πατέρα του στό Θρόνο τῆς ΚΠόλεως. Τό ἑπόμενο ἔτος 1204, μέ τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους τῆς Δ’ Σταυροφορίας, ἀνα-γνωρίστηκε στόν Βονιφάτιο τό δικαίωμα νά κατατάβει τό νησί, τόν πρόλαβε ὅμως ὁ Γενοβέζος ἀρχιπειρατής Ἐρρίκος Πεσκατόρε, ὁ ὁποῖος μέχρι τό 1206 εἶχε καταλάβει τήν κεντρική Κρήτη. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ἀνάγκασε τόν Βονιφάτιο νά… πουλήσει τό νησί στούς Βενετούς, «ἀντί 1.000 ἀργυρῶν μάρκων»! Ὁ ἀγῶνας μεταξύ Βενετῶν καί Γενοβέζων ὑπῆρξε σκληρός καί μόλις τό 1211 οἱ πρῶτοι πέτυχαν νά κυριαρχήσουν στό νησί.
Οἱ Βενετοί ἀποβλέποντας στή μονιμοποίηση τῆς κατοχῆς τους, ὀνόμασαν τήν νέα τους κτήση Βασίλειο τῆς Κρήτης - τό ὁποῖο διοικοῦσε Βενετός ἀξιωματοῦχος μέ τόν τίτλο τοῦ Δούκα - καί διατήρησαν τόν Χάνδακα (Candia, σημερινό Ἡράκλειο) σάν πρωτεύουσα. Σέ μία προ-σπάθεια νά ἀλλοιώσουν τήν ἀνθρωπολογική σύνθεση τῶν κατοίκων, ἐγκα-τέστησαν σέ διάφορα σημεῖα τοῦ νησιοῦ ἀποίκους – τιμαριούχους, στούς ὁποίους δόθηκαν μεγάλα κτήματα (τιμάρια – φέουδα) καί ντόπιοι Κρῆτες δουλοπάροικοι. Τό μέτρο αὐτό κυρίως, ἐπειδή ἔβλαπτε καίρια τό Ἑλληνικό στοιχεῖο καί τίς Ἑλληνικές ἀρχοντικές οἰκογένειες, ἀποτέλεσε αἰτία πολλῶν ἐπαναστάσεων.
Στόν πνευματικό τομέα, «μόλις διαπίστωσαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ μεγάλη ἑνωτική δύναμη τοῦ λαοῦ, τό στήριγμα τῆς Βυζαντινῆς ἰδέας, ὁ φορέας τῆς ἀντίστασης ἐναντίον τους καί ἑπομένως ὁ ἰσχυρότερος καί ὁ περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀντίπαλός τους, ἔλαβαν αὐστηρά μέτρα πού περιόριζαν τήν πνευματική ἐλευθερία τῶν Κρητικῶν. Κατάργησαν καί ἀπομάκρυναν τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους. Ὁ Νικόλαος, τελευταῖος Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἄνδρας μέ κῦρος καί μόρφωση, διέφυγε στήν Αὐλή τῆς Νικαίας καί ἐποίμανε τήν Μητρόπολη Σμύρνης, ἡ ὁποία τοῦ εἶχε δοθεῖ προεδρικῶς. Ἀπαγόρευσαν τήν χειροτονία Ἱερέων. Ὅσοι Κρητικοί ἤθελαν νά γίνουν Κληρικοί, ἔπρεπε νά πάρουν πρῶτα τήν ἄδεια τῶν Βενετικῶν Ἀρχῶν τοῦ νησιοῦ, μέ τήν καταβολή ἑνός σημαντικοῦ χρηματικοῦ ποσοῦ καί ἔπειτα νά ταξιδέψουν στήν Πελοπόννησο ἤ τήν Μ. Ἀσία, ὅπου θά ἔβρισκαν Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα νά τούς χειροτονήσει.
Στέρησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν περιουσία της. Τοποθέτησαν Λατίνους στή θέση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καί ὅρισαν προϊσταμένους τοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου Πρωτοπαπάδες καί Πρωτοψάλτες, στά μεγάλα ἀστικά καί ἐπαρχιακά κέντρα. Οἱ προϊστάμενοι αὐτοί ἦταν πρόσωπα τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης τῶν Βενετῶν, ὑπάλληλοι μισθοδοτούμενοι ἀπό τό Κράτος στό ὁποῖο δήλωναν ὑποταγή. Σκοπός τῶν Βενετῶν ἦταν ἡ πλήρης ἀποδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης». (Μιχ. Τρούλη, «Ἱερά Μητρόπολις Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου…», σελ. 20).
Οἱ Κρῆτες κάθε ἄλλο παρά συμβιβάστηκαν μέ τήν νέα κατάσταση. Συνέχισαν νά θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς καί νά προσβλέπουν πρός τήν ΚΠολη. Γι’ αὐτό καί οἱ ἐπαναστάσεις ἄρχισαν ἀμέσως μετά τήν ἐπικράτηση τῶν Βενετῶν (1211). Τό 1212 ἐκδηλώθηκε ἡ Ἐπανάσταση τῶν Ἀργυρόπουλων. Τό 1217 καί τό 1228 - 1230 οἱ Ἐπανα-στάσεις τῶν Σκορδιλῶν καί τῶν Μελισσηνῶν (τό 1228 οἱ Βυζαντινοί ἔστειλαν καί στρατεύματα, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά ἐπαναφέρουν τήν Κρήτη στόν ἐθνικό κορμό). Τό 1262 καί πάλι οἱ Βυζαντινοί παρακίνησαν σέ ἐπανάσταση, χωρίς ὅμως νά στείλουν στρατιωτική βοήθεια.
Τό 1273 ἐκδηλώθηκε ἡ Ἐπανάσταση τῶν Χορτατσῶν. Τό 1283 τοῦ Ἀλ. Καλλέργη. Τό 1332 τοῦ Βάρδα Καλλέργη. Τό 1347 τοῦ Κων. Σμιρίλιου. Τό 1363 ἐκδηλώθηκε κοινή ἀνταρσία Ἑλλήνων καί Βενετῶν ἀποίκων κατά τῆς Βενετίας, ὁ Δούκας Δάνδολος καθαιρέθηκε, σχηματίσθηκε τοπική Κυβέρνηση καί ἡ Κρήτη ἀνακηρύχθηκε Δημοκρατία, «ὑπό τήν προστασίαν καί τό ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου». Ἀπό τά πρῶτα μέτρα τῆς νέας Κυβερνήσεως ἦταν ἡ ἀποκήρυξη τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί ἡ ἀνακήρυξη τῆς Ὀρθο-δοξίας σάν ἐπίσημης θρησκείας τῆς Δημοκρατίας.
Τό 1453, ἔτος Ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Τούρκους, ἔφθασαν στήν Κρήτη πολλοί Βυζαντινοί πρόσφυγες καί καλλιεργήθηκε ἡ ἰδέα ἀνασύστασης τῆς Αὐτοκρατορίας μέ κέντρο τήν Κρήτη. Ἔτσι ἐκδηλώθηκε συνωμοσία κατά τῶν Βενετῶν μέ κέντρο τό Ρέθυμνο καί ἀρχηγούς τόν Σήφη Βλαστό καί τόν Ἱερέα Μαννασή Ἀρκολέο, ἀλλά ἡ ἰσχυρή στρατιωτική παρουσία τῶν Βενετῶν ἀπέτρεψε τήν ἐπανάσταση.
Τό 1460 ἀποκαλύφθηκε συνωμοσία κατά τῶν κατοχικῶν Βενετικῶν Ἀρχῶν καί διώχθηκε ὁ Πρωθιερέας τοῦ Ρεθύμνου Πέτρος Τσαγκαρόπουλος. Τό 1463 ἐπιτράπηκε σέ Ἕλληνες ἀργότες ἡ ἐγκατάσταση καί καλλιέργεια στό στρατηγικῆς σημασίας ὀροπέδιο τοῦ Λασι-θίου (ἐπειδή ὑπῆρχε ἔλλειψη σιτηρῶν), τό 1471 ὅμως, μόλις πέρασε ἡ ἀγάγκη, ἡ ἐγκατάσταση Ἑλλήνων ἀπαγορεύθηκε. Τό 1527 τέλος ἐκδηλώθηκε ἡ τελευταῖα μεγάλη ἐπανάσταση, ἡ Ἐπανάσταση τοῦ Γ. Καντανολέου (τήν ὁποία περιγράφει στούς «Κρητικούς Γάμους» ὁ Σπ. Ζαμπέλιος).
Μέ τίς ἐπαναστάσεις αὐτές, τίς ὁποίες οἱ Βενετοί κατέστειλαν «διά πυρός καί σιδήρου», οἱ Ἕλληνες πέτυχαν τήν παραχώρηση κάποιων προνομίων. Λ. χ. μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ Ἀλ. Καλλέργη (1283), ἐπιτράπηκαν οἱ γάμοι μεταξύ Βενετῶν καί Ἑλλήνων καί δόθηκε ἡ Ἐπισκοπή Μυλοποτάμου σέ Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο. «Σύν τῶ χρόνῳ» ἀναγνω-ρίσθηκαν ἰσότιμοι μέ τούς Βενετούς πολλοί Ἕλληνες τιμαριοῦχοι καί δημιουργήθηκε μία Ἑλληνική ἀριστοκρατία, οἱ Ἀρχοντορωμαῖοι Ριζάρχες ἤ Πρωτοκεφαλάδες.
Ἡ Κρήτη ἀποτελοῦσε πάντα τό κέντρο τοῦ Βενετικοῦ ἀποικιακοῦ κράτους στή Μεσόγειο καί ἡ στρατηγική της σημασία αὐξήθηκε μετά τήν ἀπώλεια τῆς Εὔβοιας (καταλήφθηκε ἀπό τούς Τούρκους τό 1470) καί τῶν στρατηγικῶν λιμανιῶν τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης στήν Πελοπόννησο (1500). Ἀκόμη, προμήθευε τήν Βενετία μέ ἐξαιρετικῆς ποιότητος προϊόντα (σιτάρι, λάδι, κρασί, κ.ἄ.). Ἡ στρατηγικῆς σημασίας θέση τοῦ νησιοῦ, τά φορολογικά καί ἄλλα ἔσοδα καί ἡ Τουρκική ἐπέκταση, ἀνάγκασαν τήν Βενετία νά φροντίσει γιά τήν ὀχύρωσή του, τήν τόνωση τῆς παραγωγῆς καί τήν βελτίωση τῶν συνθηκῶν ζωῆς τῶν κατοίκων.
Στά θετικά ἀποτελέσματα τῆς Βενετοκρατίας στήν Κρήτη (ἄν μποροῦν νά ὑπάρξουν θετικά ἀποτελέσματα μιᾶς ξένης κατοχῆς), περιλαμβάνονται:
Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐξαγωγικοῦ ἐμπορίου, ἡ ὁποία ἔφερε εὐπορία καί ἀνέδειξε τήν ἀστική τάξη.
Ἡ ἄνθηση τῆς δραματουργίας καί τῆς ποιήσεως στήν Κρητική διάλεκτο («Ἐρωφίλη» τοῦ Γ. Χορτάτση, «Ἐρωτόκριτος» τοῦ Β. Κορνάρου – «τό δημοφιλέστερον ποίημα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ» - κ. ἄ.).
Ὁ ἐξελληνισμός πολλῶν Βενετῶν ἐποίκων.
Ἡ διάσωση τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος, παρά τίς πιέσεις. Ὑπῆρξαν μάλιστα καί προσχωρήσεις Βενετῶν στήν Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτό καί ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ἔφθασε νά τιμωρεῖται μέ ἔκπτωση ἀπό τόν τίτλο εὐγενείας.
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας. Καθ’ ὅλη τήν Βενετοκρατία λειτούργησαν κατώτερα καί μέσα Ἑλληνικά σχολεῖα στό Ὀρθόδοξα μοναστήρια, ὅπου ὑπῆρχαν ἀξιόλογες βιβλιοθῆκες καί λόγιοι μοναχοί. Λ.χ. περίφημο ὑπῆρξε τό Σιναϊτικο Μετόχι τοῦ Χάνδακα, ὅπου σπούδασε ἐκτός ἄλλων καί ὁ λόγιος Ἐπίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος ὁ Μαργούνιος (1549 – 1602).
Ἡ δυνατότητα σπουδῶν στή Δύση, κυρίως στά Πανεπιστήμια τῆς Ρώμης καί τῆς Βενετίας.
Ἡ μετάβαση Κρητῶν λογίων στή Δύση (ὅπου δίδαξαν, ἵδρυσαν Ἑλληνικά φροντιστήρια καί τό Ἑλληνικό Τυπογραφεῖο τῆς Βενετίας), καθώς καί καλλιτεχνῶν (ὅπως τοῦ μεγάλου ζωγράφου τῆς Ἀναγεννήσεως Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, τοῦ Ἕλληνα - Ἐλ Γκρέκο, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε κυρίως στό Τολέδο τῆς Ἰσπανίας)
Ὅμως ὁ τομέας στόν ὁποῖο ὑπῆρξε πραγματική ἀναγέννηση ἦταν ἡ ἐκκλησιαστική ζωγραφική. «Ἡ ἐξέλιξη τῆς καλλιτεχνικῆς παραγωγῆς – γράφει ὁ Μιχ. Τρούλης - ἔγινε μέ πολύ γρήγορους ρυθμούς ἀπό τόν 13ο πρός τόν 14ο αἰ. Σέ τοιχογραφημένους ναούς καί καθολικά μονῶν σώζονται όνόματα Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων ὡς ἀφιερωτῶν, ἀπό τό 1291 ἕως τό 1446, πού ὑποδηλώνουν τήν συνεχή προσήλωση τῶν Κρητικῶν στήν ΚΠολη, ἀλλά καί τό ἐνδια φέρον τοῦ Βυζαντίου πρός τήν Κρήτη. Ἀπό τά μέσα τοῦ 15ου αἰ. δημιουργήθηκε μία ἰδιαίτερη καλλιτεχνική παράδοση, ἡ Κρητική Μεταβυζαντινή Σχολή, ἡ ὁποία κυριάρχησε ὡς τό τέλος τῆς Βενετοκρατίας καί ἐπιβίωσε κάτω ἀπό τίς σκληρές συνθήκες πού ἐπέφερε ἡ Τουρκική κατάκτηση.
Τά καλλιτεχνικά ἐργαστήρια τῆς Κρήτης, ἰδιαίτερα τοῦ Χάνδακα, ὀργανώθηκαν ἀπό τόν 16ο αἰ. καί ἄρχισαν νά ἐξάγουν τήν παραγωγή τους σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Εἰκόνες τῆς Κρητικῆς Σχολῆς βρίσκονται σήμερα στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, στήν Ἀθῆνα, στή Μακεδονία, στά Ἑπτάνησας, ἀλλά καί στίς χώρες τῆς Βαλκανικῆς, τήν Βενετία καί τήν Ρωσία. Ἱκανά ἀντιπροσωπευτικά δείγματα ἐκτίθε-νται στό Ἱστορικό Μουσεῖο Κρήτης, στόν παλαιό Ναό τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης Ἡρακλείου, στή νέα συλλογή Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Θησαυρῶν τῶν Χανίων καί στά καθολικά ἤ τά Ἐκκλησιαστικά Μουσεῖα ἀρκετῶν Μονῶν
» (αὐτ. σελ. 22).
Μόνο στό Χάνδακα ἄκμασαν 40 περίπου ἐπώνυμοι ἁγιογράφοι, μέ κύριους ἐκπροσώπους τόν Θεοφάνη (1535, Μεγίστη Λαύρα Ἁγίου Ὄρους), τόν Τζώρτζη (1517, Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους), τόν Δαμασκηνό (1520), τόν Τζάνε κ. ἄ. Ἀπό τήν Κρητική Σχολή καί τήν ἀνάμειξη Βυζαντινῶν καί Ἰταλικῶν στοιχείων, προέκυψε ἡ λεγόμενη Βενετο - Κρητική Σχολή, μέ κύριους ἐκπροσώπους τούς Μόσχους καί τόν Τσαγκαρόλο.
Γιά τήν Σχολή αὐτή ὁ Νικ. Ψιλάκης γράφει: «Οἱ δύο διαφορετικοί κόσμοι καί τά διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα, δημιουργοῦν ἕνα ἰδιότυπο καλλιτεχνικό καθεστώς στό νησί. Οἱ ντόπιοι καλλιτέχνες ζωγράφοι, ἐξοικιώνονται μέ τήν Βυζαντινή, ἀλλά καί μέ τήν Δυτική Τέχνη, ἀφοῦ οἱ διαρκεῖς ἐπαφές τους μέ τήν Βενετία ἐπιτρέ-πουν τήν ἐνημέρωσή τους γιά τίς ἐξελίξεις στή Δύση. Δέν πρέπει νά θεωρεῖται τυχαῖο τό ὅτι ἕνας ἀπό τούς Κρητικούς ζωγράφους, θά χειριστεῖ τόσο καλά καί τά δύο ρεύματα, ὥστε νά διαπρέψει στήν Εὐρώπη. Πρόκειται γιά τόν Δομήνικο Θεοτοκόπουλο πού γεννήθηκε καί μεγάλωσε στό Χάνδακα, ὅπου καί διδάχθηκε τήν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς καί σέ νεαρή ἡλικία ἀναχώρησε γιά τήν Ἰταλία καί τήν Ἰσπανία» (Νικ. Ψιλάκη, «Βυζαντινές Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια τῆς Κρήτης», σελ. 16).
Τά ἀρνητικά ἀποτελέσματα τῆς Βενετοκρατίας στήν Κρήτη ἦσαν πολλά καί ποικίλα. Τά πλέον σημαντικά ἦσαν:
Ἡ ἐγκατάλειψη καί ἀποχέρσωση τῆς γῆς ἀπό τούς συνεχεῖς πολέμους.
Ἡ παρακμή τοῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος ἀπό τόν τεμαχισμό τῶν κτημάτων καί τίς μεταβιβάσεις σέ περισσότερους ἰδοκτήτες.
Ἡ αὐθαιρεσία τοῦ κατακτητή.
Ἡ ἐξαντλητική φορολογία καί
Οἱ ἐπαχθεῖς ἀγγαρείες.
Οἱ ὑπόδουλοι Κρῆτες ἦσαν χωρισμένοι σέ ἐλεύθερους καί δουλοπάροικους. Ἐλεύθεροι ἦσαν οἱ εὐγενεῖς (οἱ κάτοχοι μικρῶν τιμαρίων – κτημάτων καί ἤ ἔμποροι), οἱ ἀστοί (ἔμποροι ἤ βιοτέχνες) καί οἱ Κληρικοί (ἔγγαμος Κλῆρος καί μοναχοί). Ἐκτός ἀπό τούς δουλοπάοικους (δηλαδή τούς ἀγρότες τῶν τιμαρίων – κτημάτων), ὑπῆρχε καί ὁ ἁπλός λαός (ἀγρότες, ἐργάτες, ναυτικοί). Ὅλοι πλήρωναν, ἀνάλογα μέ τήν κοινωνική τους θέση καί τήν δυνατότητα ἀντιδράσεως, ἐκτός ἀπό τούς «νόμιμους» φόρους, τά ἔκτακτα «δοσήματα» καί τά ὑπέρογκα ἔξοδα τῆς Βενετίας γιά τήν ὀχύρωση τοῦ νησιοῦ καί τήν διεξαγωγή τῶν πολέμων. Ὅμως τό φοβερώτερο πρόβλημα τῶν ὑποδούλων Κρητῶν ἦταν ἡ ἀγγαρεία στίς γαλέρες.
«Οἱ χωρικοί – γράφει ὁ Μητροπ. Ρεθύμνης Τιμόθεος - ὑπεχρεώθησαν νά ὑπηρετῶσιν εἰς τάς γαλέρας τῆς Δημοκρατίας ὡς κωπηλᾶται, χείριστα δ’ αὐτόθι τρεφόμενοι καί διαιτώμενοι καί ἐκτεθειμένοι εἰς τούς κινδύνους τοῦ πολέμου καί τῆς θαλάσσης καί εἰς τάς μαστιζούσας τότε τους στόλους ἐπιδημικάς ἀσθενείας, ἐπανέβλεπον ἐλάχιστοι τό πάτριον ἔδαφος. Ὅσοι ἤθελον νά λυτρωθῶσιν, ὑπεχρεοῦτο νά πωλήσωσι τά ὑπάρχοντά των διά νά πληρώσωσιν ἐπαχθῆ φόρον, ἄν δέ ἦσαν πένητες νά καταφύγωσιν εἰς τά βουνά, ὅπου κατεδιώκοντο ὡς θηρία ὑπό τῶν ὀργάνων τῆς ἐξουσίας» Σύγχρονος Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐλευθερουδάκη», τ. 8ος, σελ. 188).
Ἕνα ἄλλο σοβαρό πρόβλημα ἦταν ἡ ἐγκατάσταση στίς πόλεις πολυαρίθμων Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολούμενοι μέ τό ἐμπόριο καί τραπεζικές ἐργασίες, συγκέντρωσαν μεγάλο πλοῦτο καί ἐξελίχθηκαν σέ δανειστές τῶν ἰδίων τῶν Βενετῶν εὐγενῶν. Τό θέμα αὐτό τῆς ἑβραϊκῆς τοκογλυφίας ἀνάγκασε τήν κεντρική Κυβέρνηση νά ἐπέμβει, «πρός διόρθωσιν τοῦ πρά- γματος».
Ἕνα μέσο αὐτοπροστασίας τῶν ὑποδούλων Κρητῶν ἦταν ἡ δημιουργία συντεχνιῶν. Κάθε συντεχνία διέθετε συνήθως ἰδιόκτητο Ναό. Στόν Χάνδακα λειτουργοῦσαν τό Ἅγιο Πνεῦμα τῶν Βασταγάρων, ὁ Ἐσταυρωμένος τῶν Καλαφατῶν, ὁ Ἀρχιστράτηγος τῶν Ραφτάδων, ὁ Προ-φήτης Ἡλίας τῶν Κτιστάδων, οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καί Νικόλαος τῶν Μαραγκῶν, ὁ ἅγ. Νικόλαος τῶν Τσαγκαράδων, κ.ἄ. Μέ κέντρο τόν Ναό τους οἱ ὑπόδουλοι διατήρησαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστι τους καί τήν Ἑλληνική τους ἐθνική συνείδηση (ἀφοῦ ἡ ἀποδοχή τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ σήμαινε συνήθως ταύτιση - ἀφομοίωση μέ τόν κατακτητή), καλλιέ-ργησαν τό κοινοτικό – κοινοβιακό – συνοδικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί διέσωσαν τήν γλώσσα, τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους. Μετά τήν ἅλωση τοῦ Χάνδακα ἀπό τούς Τούρκους (1669), στίς συντεχνίες ὀφείλεται ἡ διάσωση κειμηλίων καί ἐθνικό - θρησκευτικῶν θησαυρῶν.
Τό καταληκτικό ἀποτέλεσμα τῆς θλιβερῆς γιά τόν Ἑλληνισμό αὐτῆς καταστάσεως, ἦταν ὄχι μόνον ἡ ἀδιαφορία τοῦ Κρητικοῦ λαοῦ ἀπέναντι στόν ἐπερχόμενο Τουρκικό κίνδυνο, ἀλλά καί ἡ εὐμενής ἀποδοχή τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. «Ὑπό συνθῆκας τοιαύτας – γράφει ὁ Μητροπ. Τιμόθεος – δέν εἶναι ἄπορον ὅτι οἱ Κρῆτες, ἐφ’ ὅσον δέν ἠδύναντο νά καταστῶσιν ἐλεύθεροι, ἐπόθουν τήν άλλαγήν ζυγοῦ, δεχόμενοι καί τόν Τουρκικόν ἀκόμη, ὡς λυτρωτικόν ἀπό τῆς τυραννίας» (αὐτ.).

2. Ὁ Κρητικός Πόλεμος (1645 – 1669).
Τό 1471 οἱ Τοῦρκοι λεηλάτησαν τήν ἀνατολική Κρήτη καί κατέστρεψαν πολλά χωριά τῆς Σητείας, ἀλλά δέν ἐγκαταστάθηκαν στό νησί. Ἀπό τό 1537 μέχρι τό 1541 διεξήχθηκε ὁ Γ’ Βενετο – Τουρκικός Πόλεμος. Τό 1538 ὁ Τοῦρκος Ἀρχιναύαρχος Χαϊντερεντίν Βαρβα-ρόσσα προσορμίσθηκε στό Μυλοπόταμο καί λεηλάτησε τίς ἐπαρχίες Ἀποκορώνου καί Κισσάμου. Ἐμπρός στόν κίνδυνο νά καταληφθεῖ ὁ Χάνδακας, οἱ Βενετοί πρόσφαραν στούς Ἕλληνες ἀπαλλαγή φόρων καί ἐλευθερία, μέ τήν προϋπόθεση νά στρατευθοῦν κατά τῶν Τούρκων. Τότε οἱ Ἀρχοντορωμαῖοι Ἀντώνιος καί Μαθιός Καλλέργης ἐπισκεύ-ασαν μέ δικά τους ἔξοδα τά τείχη τοῦ Χάνδακα καί στρατολόγισαν ἄνδρες. Τό 1571 λεηλατήθηκε τό Ρέθυμνο.
Παρά τίς στρατιωτικές αὐτές συγκρούσεις ἡ Κρήτη παρέμενε κάτω ἀπό Βενετική κατοχή. Ἡ ἀφορμή γιά τήν μεγάλη Τουρκική ἐπίθεση δόθηκε τό 1644, ὅταν μία μικρή δύναμη Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν ἐπιτέθηκε σέ Τουρκικά πλοῖα πού μετέφεραν ἀναθήματα καί Ὀθωμανούς ἀξιωματούχους γιά προσκύνημα στή Μέκκα. Ἐπειδή οἱ Ἱππότες πούλησαν κάποια λάφυρα στήν Κρήτη, τήν 22α Αὐγούστου 1645, μέ διαταγή τοῦ Σουλτάνου Ἰμπραήμ (1640 – 1648), 100 πολεμικά καί 350 μεταγωγικά πλοῖα ἀποβίβασαν στά Χανιά 50.000 στρατιῶτες καί 7.000 γενιτσάρους. Οἱ Βενετοί διέθεταν στήν πόλη 4.000 ἄνδρες, στούς ὁποίους προστέθηκαν 14.000 Κρητικοί.
Τήν ἴδια ἡμέρα ἡ πόλη παραδόθηκε μέ συνθήκη καί οἱ Τοῦρκοι – σέ μία κίνηση ἐντυπωσιασμοῦ τῶν Κρητῶν - ἐπέτρεψαν τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ πρώτου Ἕλληνα Ὀρθοδόξου Μητροπολίτη Κρήτης μετά τό 1204 (τοῦ Νεοφύτου Πατελάρου) καί τήν ἐπανίδρυση τῶν 7 Ἐπισκοπῶν τοῦ νησιοῦ.
Τό 1646 καταλήφθηκε τό Ρέθυμνο καί μέχρι τό 1651 ὁλοκληρώθηκε ἡ κατάληψη τῆς ἀνατολικῆς Κρήτης.
Ἡ πολιορκία τοῦ Χάνδακα ἄρχισε τό 1648 καί κράτησε 21 χρόνια (γεγονός μοναδικό στήν παγκόσμια Ἱστορία). Ἀπό τό 1666 τήν ἀρχηγεῖα τῶν Τουρκικῶν δυνάμεων ἀνέλαβε προσωπικά ὁ Μεγάλος Βεζύρης Μεχμέτ Κιουπρουλής. Ἀρχιστράτηγος τῶν Βενετῶν ἦταν ὁ Ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνης. Οἱ ἀπώλειες σέ ἀνθρώπινες ζωές γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν τεράστιες. Τό Ἑλληνο – Βενετικό στρατόπεδο εἶχε περίπου 100.000 νεκρούς καί τό Ὀθωμανικό περισσότερους ἀπό 200.000! ὁ δέ πληθυσμός τῆς Κρήτης ἀπό 287.000 κατοίκους πού ἦταν πρίν τόν πόλεμο, μειώθηκε στούς 133.820.
Ὁ Κρητικός Πόλεμος ἔλειξε ἄδοξα γιά τούς Βενετούς τό 1669, μέ τήν «ὑπό ἐντίμους ὅρους» ἀποχώρησή τους ἀπό τό νησί, μετά ἀπό συνθήκη «ἧς οἱ ὅροι ἐτηρήθησαν πιστῶς». Τήν Συνθήκη τῆς 16ης Σεπτεμβρίου 1669 διαπραγματεύθηκαν καί γιά τίς δύο ἀντιμαχόμενες πλευρές Ἕλληνες: Ὁ Διερμηνέας τῆς Ὑψηλῆς Πύλης Παναγιώτης Νικούσιος γιά τήν Τουρκική πλευρά καί ὁ Κρητικός Στέφανος Σκορδίλης γιά τήν Βενετική. Στούς ὅρους τῆς Συνθήκης περιλαμβάνονταν ἡ δυνατότητα ὅσων κατοίκων ἤθελαν, νά ἐγκαταλείψουν τήν πόλη μαζί μέ τά προσωπικά τους κειμήλια καί τήν κινητή τους περιουσία. Διασώθηκε ἔτσι μεγάλο μέρος τῶν Ἱστορικῶν Ἀρχείων τῆς Κρήτης (μέρος τους στήν Κέρκυρα καί ὁ κύριος ὄγκος τους στή Βενετία, ὅπου σήμερα λειτουργεῖ τό λεγόμενο Τμῆμα τοῦ Δούκα τῆς Κρήτης τῶν Κρατικῶν Ἀρχείων Βενετίας). Τότε μαζί μέ τούς Βενετούς ἔφυγαν ἀπό τήν πόλη καί πολλές οἰκογένειες Κρητῶν, γιά νά ἀποφύγουν «τάς ἐξωμοσίας καί τάς ἄλλας κακώσεις» καί διεσπάρησαν σέ ὅλες τίς Βενετικές κτήσεις καί κυρίως στά Ἑπτάνησα.
Γιά τόν Ἑλληνισμό ἡ κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπό τούς Ὀθωμανούς ὑπῆρξε πλῆγμα, διότι ὑπῆρχε διάχυτη ἡ πίστη, ὅτι μετά τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1453), τό Βυζάντιο συνεχίσθηκε στήν Κρήτη. Ὁ ἀνώνυμος ποιητής τοῦ θρήνου «Ἀνακάλημα τῆς ΚΠολης», ἔβαλε στό στόμα τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορα, τοῦ Κωνσταντίνου ΙΑ’ τοῦ Παλαιολόγου, τά ἐξῆς λόγια: «Κόψατε τό κεφάλι μου, Χριστιανοί Ρωμαῖοι, ἐπάρετέ το Κρητικοί, βαστάτε το στήν Κρήτη, νά τό ἰδοῦν οἱ Κρητικοί, νά καρδιοπονέσουν».

3. Κρῆτες πρόσφυγες στή Ζάκυνθο.
Στή Ζάκυνθο κατέφυγαν 223 Κρητικές οἰκογένειες, «συγκομίζουσαι τά τε ἱερά κειμήλια καί τάς κινητάς αὐτῶν περιουσίας». Ἀπό τίς οἰκογένειες αὐτές, ὅσες εἶχαν ἀρχοντική καταγωγή γράφτηκαν – μετά τό 1670, μέ ἀπόφαση τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας – στή Χρυσή Βίβλο (libro d’ oro) τῆς τοπικῆς ἀριστοκρατίας. Σ’ αὐτές περιλαμβάνονταν οἱ οἰκογένειες τῶν ἀδελφῶν Μελισσηνοῦ, τοῦ Μιχαήλ Χαρωνίτου, τῶν ἀδελφῶν Φριέλη, τῶν ἀδελφῶν Κανιόλα, τοῦ Ἐμμ. Σαγρέδου, τῶν ἀδελφῶν Βαρβαρήγου, τοῦ Δημ. Νοταρᾶ, τοῦ Ἐμμ. Τσαγκαρόπουλου, τῶν ἀδελφῶν Κουερίνη, τοῦ Γεωργίου Σιδέρη, τοῦ Νικ. Σολωμοῦ, τῶν ἀδελφῶν Μοάτσου καί τῶν ἀδελφῶν Γιαλλινᾶ (βλ. Λ. Ζώη, «Οἶκος Μελισσηνῶν», Περιοδικό «Μοῦσαι» Ζακύνθου, ἔτος 5ο/φ. 109).
Οἱ αὐτοεξόριστες αὐτές Κρητικές οἰκογένειες ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικά στό νότιο ἄκρο τῆς πόλεως τῆς Ζακύνθου. Ἀπό τούς πρόσφυγες οἱ γυναῖκες ἦταν περισσότερες ἀπό τούς ἄνδρες καί συνήθως χῆρες. Ἡ ἐγκατάσταση νέων οἰκογενειῶν στή Ζάκυνθο αὔξησε τήν κατανάλωση δημητριακῶν καί τροφίμων καί τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Βενετία τίς ἐνίσχυε κάθε μῆνα μέ παξιμάδι ἤ χρηματική βοήθεια, ἀνάλογα μέ τήν κοινωνική θέση κάθε οἰκογένειας.
Οἱ ἀστοί πρόσφυγες ἐπιδόθηκαν στά ἐπαγγέλματά τους, ὀργανώθηκαν σέ ἀδελφότητες καί συντεχνίες, ἵδρυσαν ναούς (ὅπως τῆς Παναγίας Ἐπισκοπιανῆς καί τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος τοῦ Ἀγαπητοῦ) καί μετέδωσαν σέ μεγάλη κλίμακα τήν Κρητική Ἁγιογραφία καί τήν Ἐκκλησιαστική Μουσική. Στά Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ὑπάρχουν πολλά ἔγγραφα, «περί τῆς ἐπωφελοῦς κοινωνικῆς δράσεως τῶν τότε καί τῶν κατόπιν Κρητῶν», ἰδιαίτερα τῆς Συντεχνίας τῶν Ξυλουργῶν. Τό 1764 οἱ Ράπτες ἵδρυσαν τήν Σκόλα (σωματεῖο) τοῦ ἁγ. Μιχαήλ.
Οἱ πρόσφυγες ἀρχικά κατέθεσαν τά κειμήλιά τους (Λείψανα Ἁγίων, Εἰκόνες καί Ἱερά Σκεύη), σέ διάφορους ναούς τῆς πόλεως. Ἀργότερα, ὅταν ἡ ἐγκατάστασή τους ὁριστικοποιήθηκε καί ἡ οἰκονομική τους κατάσταση βελτιώθηκε, ζήτησαν τήν ἐπιστροφή τῶν κειμηλίων καί τήν διαφύλαξή τους σέ ναούς τῶν συντεχνιῶν τους. Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἀκόλουθο ἔγγραφο, τό ὁποῖο διασώθηκε στό ἀρχεῖο τοῦ Συμβολαιογράφου Κ. Νομικοῦ (συντάχθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1672 καί 1709 – διατηρεῖται ἡ σύνταξη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης):
«Ἐπειδή καί μέ τήν παράδοσιν τῆς Κάστρου τῆς περιφήμου Κρήτης, ἐβγήκαμεν ὅλοι οἱ Κρητικοί ὁπου ἐκατοικοῦσαν μέ τό πράγμα τους καί ἐπήγασιν εἰς διάφορες χῶρες καί τόπους τοῦ Γαληνοτάτου Πρέντζιπε (ἐνν. ὁ Δόγης τῆς Βενετίας) καί ἐκατοίκησαν. Καί ὄχι μόνον μέ τό πράγμα τό ἐδικό τους, ἀλλά καί μέ τό πράγμα τῶν ἐκκλησιῶν, ἤγουν Ἅγια Σκεύη, Ἱερά Εἰκονίσματα καί πᾶσα ἄλλον ὅπου ἡμποροῦσαν καί ἐρεκοπεράρησαν (περιέσωσαν) ἀπό τές αὐτές ἐκκλησίαις, διά νά μήν ἀπομείνουσιν εἰς τήν ἐξουσίαν τῶν Ἀγαρηνῶν. Τόσον ἐκείνων τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου εἴχασιν Ἀδελφάτον, ὡσα΄ν καί ἐκείνων ὅπου δέν εἴχασιν, ἀπό τές ὁποίες ἦτον καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου καί Δικαίου Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος, εἰς τήν ρούγαν τήν μεγάλην τοῦ ἄνωθεν Κάστρου, τήν ὁποίαν ἐκκλησίαν ἐκρατοῦσαν Ἀδελφότητα οἱ Μαραγκοί, πάρτε (μέρος) ἀπό τούς ὁποίους μαραγκούς ἤρθασιν εἰς τήν παροῦσαν χώραν τῆς Ζακύνθου καί πάρτε (μέρος) ἐπήγασιν είς τούς Κορφούς (Κέρκυρα) καί ἄλλοι εἰς ἄλλους τόπους τοῦ Πρέτζιπε, ὡς ἄνωθεν.
Ἐμεῖς, λοιπόν, οἱ κατωγεγραμμένοι μαραγκοί, ὅπου ἤρθαμεν καί εὑρισκόμεσθεν ἐδῶ εἰς τήν Ζάκυνθον, ἐβάλαμεν τά Ἱερά καί Εἰκονίσματα καί πᾶσα ἄλλο πράγμα ἀπό λογαρισμόν τῆς ἄνωθι ἐκκλησίας καί Σκόλας (Σωματείου) μας εἰς διάφορες ἐκκλησίαις ἐδῶ τῆς Ζακύνθου, διά φύλαξιν καί ὄχι ποτέ διά ἀφιέρωσιν, ἐπειδή καί δέν μᾶς καταδέχουνταν νά τά φυλάξωμεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀπό τά ὁποῖα πράγματα ἐβάλαμεν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγ. Παύλου, τήν εἰκόνα τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ τοῦ προτετόρου μας (προστάτου) καί ἄλλα πράγματα τῆς αὐτῆς μας ἐκκλησίας καί Σκόλας. Καί βλέποντες σήμερον πώς ἀπό ὀλίγον εἰς ὀλίγον νά χάνουνται τά ἄνωθε πράγματα καί νά μή ἔχωμεν τήν δύναμιν, μηδέ τρόπον, ἐπειδή καί νά εἴμεσθεν πτωχοί ἄνθρωποι, νά τά ρεκοπεράρωμεν (περισώσουμε), ἀπ’ ὅπου καί ἄν εὑρίσκονται.
Διά τοῦτο θέλομε ἐμεῖς ὅλοι οἱ κατωγεγραμμένοι μαραγκοί καί ἀδελφοί, μέ μίαν γνώμην καί ἐλατζέραμεν (ἐκλέξαμε) διά Προκουραδόρον (Ἐπίτροπον) τῆς Σκόλας μας, τόν εὐγενέστατον καί ἐντιμότατον Φίλιππον Πασκάλη, τοῦ ὁποίου δίδομεν γεμάτην ἐξουσίαν καί ἀουτιρίταν γενεράλε (ἐξουσία γενική), νά ἠμπορῆ νά ρεκοπεράρη (περισώσει) καί νά ξεκαθαρίση τό πράγμα τοῦ ἄνωθε Ἁγίου καί Σκόλας μας, τόσον ἀπό τές ἐκκλησίαις ὅπου εἶναι εἰς τήν παροῦσαν χώραν τῆς Ζακύνθου, ὡσάν καί ἀπό ἄλλαις χώραις καί ἀπό κάθε τόπον καί ἀπό κάθε ἄνθρωπον ὅπου κρατῆ πρᾶγμα διά λογαρισμόν τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ καί τῆς Σκόλας μας…
».

Μέρος Δεύτερο:



ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΣΑΜΑΚΟΥ


1. Ἀπό τήν Σητεία στόν Χάνδακα.
Κάτω ἀπό τίς προηγουμένως ἀναφερθεῖσες ἱστορικό – θρησκευτικό – κοινωνικές συνθῆκες, τίς δύσκολες γιά τόν Ὀρθόδοξο Κρητικό λαό καί τραγικές γιά τόν Ἑλληνισμό, γεννήθηκε στή Μεγαλόννησο ὁ μακάριος Ἰωσήφ ὁ Σαμᾶκος.
Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε στό χωριό Ἀζοκέραμος τῆς ἐπαρχίας Σητείας, τό 1440. (Ὁ Μητροπ. Ρεθύμνης Τίτος ἐμφανίζει διαφορά ἑνός αἰῶνος στή χρονολόγιση, 1540 – 1611. Βλ. Τίτου Συλλιγραδάκη, Μητροπ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, «Κρῆτες Ἅγιοι», 1983, σελ. 23 – 26 καί 219). Μνημονεύεται «εὐσεβῶν γονέων υἱός». Γιά τήν παιδική του ἡλικία δέν σώθηκαν πληροφορίες. Δέν σώθηκε ἐπίσης καί τό κοσμικό του ὄνομα. Ἀπό τήν ἐξέλιξή του μποροῦμε νά ὑποθέσουμε μέ σχετική ἀσφάλεια, ὅτι ἡ οἰκογένειά του ἦταν πτωχή, ἀγροτῶν ἤ κτηνοτρόφων, καί διατηροῦσε στενή σχέση μέ τήν περίφημη Μονή Παναγίας Ἀκρω-τηριανῆς Τοπλοῦ Σητείας.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦρθε σέ ἡλικία «δεκτική μαθήσεως», δόθηκε ἀπό τούς γονεῖς του «εἰς ἕνα διδάσκαλον θεοειδέστατον καί σεβάσμιον Πνευματικόν Πατέρα», τόν πνευματικῶς προϊστάμενο καί ἐφημέριο τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στή θέση Δερματᾶ, μέσα ἀπό τά παράλια τείχη τοῦ Μεγάλου Κάστρου – Χάνδακα, ἡ ὁποία ἦταν ἐξάρτημα τῆς Μονῆς Τοπλοῦ.
Κατά τήν ἐποχή ἐκείνη, τῶν δύο τελευταίων αἰώνων τῆς Βενετοκρατίας, δυνατότητα σπουδῶν – καί μάλιστα σέ πανεπιστήμια τῆς Ἰταλίας – εἶχαν μόνον οἱ γόνοι τῶν πλουσιῶν Ἑλληνικῶν ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν καί τῶν ἐμπόρων. Τήν παιδεία τοῦ λαοῦ - αὐτή τήν τόσο σοβαρή γιά τήν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς ταυτότητος τῶν Ἑλλήνων Κρητῶν κοινωνική παράμετρο – θεράπευαν οἱ Μονές τῆς Κρήτης στίς ὁποίες ὑπῆρχαν ἀξιόλογες βιβλιοθήκης καί λόγιοι μοναχοί, κάποιοι από τούς ὁποίους ἀνῆλθαν καί σέ ὕπατα ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα.
Τό ὄνομα τοῦ μακαρίου Γέροντος τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ δέν διασώθηκε, κοντά του ὅμως ὁ νεαρός Κρητικός ἔμαθε τά λεγόμενα Ἱερά Γράμματα, «τήν ἄνωθεν φιλοσοφίαν, τά καλά καί θεάρεστα ἤθη καί ὅλα ὅσα ἦσαν ἀρκετά διά τήν σωτηρίαν του» καί διδάχθηκε τήν «θύραθεν» - τήν κοσμική, ἐξωτερική - παιδεία καί τήν τέχνη τῆς Καλλιγραφίας, τῆς ἀντιγραφῆς δηλαδή χειρο-γράφων, τέχνης ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε κυρίως μοναχικό ἐργόχειρο.
Ὁ μετέπειτα θαυματουργός Ἅγιος εἶχε ἀσφαλῶς ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί τήν νεότητα τήν κλήση τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, διότι μετά τήν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν του δέν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα καί τήν οἰκογένειά του (κι ἄς ἦταν ὁ μοναδικός γιός καί κληρονόμος τῆς πατρικῆς περιουσίας), οὔτε ἀπασχολήθηκε ἐπαγ-γελματικά στό Χάνδακα (ὡς δάσκαλος ἤ ἀντιγραφέας χειρογράφων), ἀλλά ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο. Ἡ μελέτη τῶν Ἱερῶν Κειμένων (τά ὁποῖα ἄλλωστε «μάνθανε καί μή θέλων», ἀφοῦ τά ἀντέγραφε) καί τό παράδειγμα τοῦ ἐναρέτου Γέροντος καί διδασκάλου του, τόν βοήθησαν νά γνωρίσει «τήν πλάνην τοῦ κόσμου καί τήν ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς καί μισήσας τά προσωρινά καί φθειρόμενα πράγματα τοῦ βίου τούτου, νά ποθήση τά αἰώνια καί ἄφθαρτα ἀγαθά τοῦ Οὐρανοῦ».
Ὅταν οἱ γονεῖς του κοιμήθηκαν, ὁ «φύσει ἐλεήμων» νεαρός κληρονόμος τῆς περιουσίας τους, τήν διαμοίρασε στούς πτωχούς, «φιλανθρωπεύων διά τοῦ φιλαδέλφου συναισθήματος τῆς μοναστικῆς καί ἀσκητικῆς τελειώσεως».
Ἐλεύθερος πλέον ἀπό τά κοσμικά δεσμά, πραγματικά καί οὐσιαστικά ἐλεύθερος ἐν Χριστῶ ἀνάμεσα στούς ὑπόδουλους συμπατριῶτες του (τούς καθηλωμένους ὄχι μόνον μέ τά ὁρατά κατοχικά δεσμά τῶν Βενετῶν, ἀλλά καί μέ τά ἀόρατα δεσμά τῆς ἁμαρτίας, μέ τίς - ἀλλοίμονο – τόσο ὁρατές στήν κοινωνία συνέπειες), ἔκλινε τόν αὐχένα στό Γέροντά του καί ἄρχισε τήν μοναχική του δοκιμασία.

2. Ἡ ἄσκηση, τό Μοναχικό Σχῆμα καί ἡ Ἱερωσύνη.
Ὁ νεαρός δόκιμος νίκησε τήν ἐγκοσμιότητα, ἀσκούμενος μέσα στόν κόσμο. Ἡ Μονή τῆς μετανοίας του ἦταν ἕνα γυναικεῖο κοινόβιο μέσα στήν πολυθόρυβη πρωτεύουσα τοῦ Βασιλείου τῆς Κρήτης, στήν ἕδρα τοῦ Βενετοῦ Δούκα καί τοῦ Λατίνου Ἀρχιεπισκόπου. Ἡ περιοχή τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὑποβαθμισμένη, διότι ἐκεῖ ὑπῆρχαν τά βυρσοδεψεῖα (μικρές βιοτεχνικές ἐπιχειρήσεις τῆς ἐποχῆς, ὅπου οἱ συνθῆκες ἐργασίας καί διαβιώσεως ἦταν ἄθλιες). Ἐργαζόμενος τήν ἀρετή, μέ προσευχή ἀδιάλειπτη, μέ ἐγκράτεια στόν ὕπνο καί τό φαγητό, μέ ἀδιάκριτη ὑπακοή στό Γέροντα καί διδάσκαλό του, ἀσχολούμενος μέ τό ἐργόχειρό του, μέ βιωματική συμμετοχή στή λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, κατόρθωσε νά άναρριχηθεῖ στίς ὑψηλές κορυφές τῆς ἁγιότητος, δοκιμασμένος στήν εὐθύνη τῆς «μονήρους ζωῆς».
Ἡ ἄσκηση τοῦ νεαροῦ δοκίμου ἦταν πολύ αὐστηρή. Ἔτσι ἔπρεπε νά ἦταν, διότι νέος στήν ἡλικία καί σέ ἀκμή σώματος καί πνεύματος, ἦταν ἀναγκασμένος νά ζῆ οὐσιαστικά στόν κόσμο καί σέ γυναικεία μονή.
Στό σημεῖο αὐτό δέν θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὁ Ὅσιος παραβάτης τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού ἀπαγορεύουν τίς μικτές μονές, διότι ἀσφαλῶς ἡ μετάνοια καί ἡ ἀναφορά του ἦταν στήν κυρίαρχη ἀνδρική Μονή Τοπλοῦ. Ἡ διαμονή στή γυναικεία μονή ἦταν «ἐν ὑπακοῆ» πρός τόν Γέροντά του, τόν γέροντα στήν ἡλικία καί ἐπίσης γέροντα στή σοφία καί τήν ἀρετή. Ἄλλωστε ἡ λειτουργία στή Μονή σχολείου, προϋπέθετε κάποιες ἐγκαταστάσεις γιά τούς μαθητές, ἡ δέ παρουσία του ἐκεῖ θά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τήν πρόνοια τῆς κυριάρχου Μονῆς καί τοῦ Γέροντά του, γιά τήν διαδοχή καί τήν συνέχιση τοῦ ἐκεῖ ἐπιτελουμένου πνευματικοῦ ἔργου.
«Εὑρίσκετο – γράφει ὁ πρῶτος βιογράφος τοῦ Ἁγίου, Ἱερέας Γεώργιος Μουζάκης ὁ Πεδιώτης – εἰς τήν ὑποταγήν τοῦ Γέροντος μέ μεγάλην ταπείνωσιν, καταδαμάζοντας τό σῶμα του μέ νηστείαν ὑπέρμετρον, μέ ἀγρυπνίας καί γονυκλισίας. Ἐνίκα τῆς φύσεως τήν βίαν μέ ὀλίγον ψωμί καί νερόν καί μέ ὀλίγον ὕπνον, μετα-χειριζόμενος ἁπλῶς εἰπεῖν κάθε λογῆς ἄσκησιν καί ἐγράτειαν. Ἐγένετο δ’ οὕτω ὅλως δι’ ὅλου σκεῦος καθαρόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καί τό παράδοξον ἦτο, ὅτι μέ ὅλον ὅπου εὑρίσκετο έν τῶ μέσῳ τῆς πόλεως καί τῶν θορύβων καί τῶν ταραχῶν τοῦ κόσμου, κατεπάτησεν ὅλας τάς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ὥστε καί οἱ Ἀσώματοι Ἄγγελοι ἐξεπλάγησαν».
«Οὕτω πολιτευόμενος» ὁ Ὅσιος, κρίθηκε ἀπό τόν Γέροντά του ἄξιος τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος. Τότε ἔλαβε καί τό μοναχικό ὄνομα Ἰωσήφ μέ τό ὀποῖο κέρδισε τήν αἰωνιότητα, τήν τιμή τῶν Χριστιανῶν καί τήν θέση του στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Κρίθηκε ἀκόμη ἄξιος καί γιά τό ὑψηλό ὑπούργημα τῆς Ἱερωσύνης. Γράφεται, ὅτι «βλέποντας ὁ Πνευματικός του Πατήρ ὅπου προέκοπτεν, ἔκρινε νά τόν ἀνεβάση καί εἰς τό ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης. Ὡς ἄξιον δέ ἔπεμψεν αὐτόν διά γράμματος εἰς τόν Ἀρχιερέα τοῦ τόπου ἐκείνου, ὅστις ἰδών αὐτόν καί θαυμάσας τήν σύνεσιν, τό ἦθος καί τήν ἄκραν ταπείνωσιν αὐτοῦ, τόν ἐχειροτόνησεν κατά τήν τάξιν Ἱερέα μετά χαρᾶς μεγάλης καί τόν ἔστειλε πάλιν εἰς τόν Γέροντά του».
Ὅπως προκύπτει καί ἀπό τά προηγούμενα, ὁ Ὅσιος δέν χειροτονήθηκε στήν Κρήτη. Εἶναι γνωστό, ὅτι μετά τήν κατάληψη τῆς Μεγαλοννήσου ἀπό τούς Βενετούς (1210), ἐκδιώχθηκε ὁ Ὀρθόδοξος Μητροπολίτης καί οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Ἐπισκοπές δόθηκαν σέ Λατί-νους καί ἀπαγορεύθηκαν οἱ χειροτονίες χωρίς τήν ἔγκριση τῶν Κατοχικῶν Ἀρχῶν. Ἀκόμη, εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο ἡ χειροτονία νά τελέσθηκε ἀπό περεπιδημοῦντα Ἀρχιερέα, διότι οἱ Βενετοί συνελάμβαναν ἀκόμη καί τούς ἐπισκέπτες μοναχούς (λ.χ. τό 1516 συνελήφθη ἕνας μοναχός, ὁ ὁποῖος εἶχε σταλεῖ ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως). Ὁ ὅσ. Ἰωσήφ πρέπει νά χειροτονήθηκε στά Κύθηρα, ὅπως οἱ περισσότεροι Κληρικοί κατά τήν Βενετοκρατία. Αὐτό προκύπτει καί ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Γέροντά του. Ἄν ἡ χειροτονία εἶχε τελεστεῖ στήν Κρήτη, ὁ Γέροντας παρά τήν ἡλικία του θά μποροῦσε (καί ἔπρεπε) νά παρευρεθεῖ. Τό ταξείδι στά Κύθηρα ὅμως ἦταν ἀσφαλῶς ἐπικίνδυνο γι’ αὐτόν καί ἀδύνατο.
Ἡ λεπτομέρεια αὐτή τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου Πατρός εἶναι ἐνδεικτική τῆς ὁμολογιακῆς του εὐαισθησίας. Διότι, δέν πρέπει νά ἀγνοηθεῖ ἤ νά ἀποσιωπηθεῖ, ὅτι οἱ Βενετοί εὐνόησαν τούς ἐλάχιστους Κληρικούς πού συνεργάσθηκαν μαζί τους (σέ σημεῖο ὥστε πολλοί ναοί νά διατηροῦνται μέχρι σήμερα Διμάρτυροι, μέ δύο κλίτη δηλαδή, ἀπό τά ὁποῖα τό ἕνα ἦταν τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ δόγματος). Τό ταξείδι στά Κύθηρα ἦταν μία δημόσια πράξη Ὁμολογίας Πίστεως. Καί ὁ ὅσ. Ἰωσήφ τήν ἔδωσε, συνεπής στό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τό ὁποῖο διαμόρφωσε κοντά στόν Γέροντά του.
Μετά τήν χειροτονία τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁ ἐνάρετος Γέροντας, ἀφοῦ «μέ πολλήν χαράν καί ἄμετρον εὐφροσύνην ἐδίδαξεν αὐτόν ὅλα τά ἐπιτηδεύματα τῆς Ἱερωσύνης», σταμάτησε νά ἱερουργεῖ καί ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε ἐφημεριακά καθήκοντα, «ἐκτελῶν ἀμέμ-πτως καί καθαρῶς τήν Θείαν Λειτουργίαν». Σύντομα ὁ πνευματικός ἐκεῖνος καθοδηγητής, κλήθηκε νά πληρώσει τό κοινόφλητον χρέος τοῦ θανάτου. Κάλεσε λοιπόν τό πνευματικό του ἀνάστημα καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες ὁδηγίες καί κατευθύνσεις.
«Εἰς ἐμέ μέν, ὦ τέκνον – τοῦ εἶπε - ἔφθασεν ὁ καιρός τῆς τελευτῆς καί ὑπάγω ἐκεῖ, ὅπου ἀπολαμβάνει ἕκαστος κατά τά ἔργα του. Σύ δέ πρόσεχε καλῶς νά φυλάττης μέ πολλήν ἐπιμέλειαν ἑαυτόν καί τό ποίμνιόν σου, διότε ἔχεις νά δώσης ἀπολογίαν εἰς τόν Δίκαιον Κριτήν. Δι’ αὐτό νά προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως. Νά διέρχεσαι τήν ζωήν σου ἥσυχον καί ἀφιλόνεικον. Νά μήν ἀφήνης ποτέ τήν Ἀκολουθίαν καί τόν Κανόνα σου. Νά ἐπιμελῆσαι τούς πτωχούς, τάς χήρας καί τά ὀρφανά. Νά παρηγορῆς μέ κάθε τρόπον ἐκείνους ὅπου εὑρίσκονται εἰς θλίψεις καί συμφοράς. Καί εἰς τόν καιρόν ὅπου τελεῖς τήν Θείαν Λειτουργίαν, νά ἔχεις τόν νοῦν σου προσκολλημένον εἰς τόν Θεόν, τόν Μέγα Ἀρχιερέα.
Ἀκόμη, κάμε καί τήν μικράν ταύτην παραγγελίαν: Μοίρασε εἰς τρία τά ὑπάρχοντά μου καί τό ἕνα μερίδιον στεῖλε το εἰς τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος, τό ἄλλο εἰς τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Σινᾶ καί τό ἐναπολειφθέν ἔχε εἰς διατροφήν ἰδικήν σου. Πλήν ἀπό τό μέσον διάδος καί εἰς τούς ἐνδεεῖς καί πτωχούς
».

3. Ὁ ἐλεήμων Ἅγιος τῶν πτωχῶν.
Μετά τήν κοίμση τοῦ Γέροντά του ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, «ἀπορφανισμένος τοῦ πνευματικοῦ τοῦ ὁδηγοῦ καί μετά Θεόν στηρίγματος», προσκύνησε στούς Ἁγίους Τόπους καί τήν Μονή Σινᾶ (ὅπου ἔδωσε τό τρίτο τῶν ὑπαρχόντων τοῦ Γέροντα σέ πτωχούς μοναχούς καί ἐρημίτες – βιβλία ἐκκλησιαστικά, ἱερά ἄμφια καί ἐλάχιστα ἐνδύματα καί προσωπικά ἀντικείμενα – σέ μνημόσυνο τῆς ψυχῆς του). Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Κρήτη ἔστειλε στόν Ἄθωνα τό ὑπολοιπόμενο τρίτο τῆς ἐλεημοσύνης καί διέθεσε στούς πτωχούς ὄχι μόνο τό «ἥμισυ τοῦ τρίτου» κατά τήν ἐντολή τοῦ Γέροντα, ἀλλά καί ἐκεῖνο πού εἶχε εὐλογία νά κρατήσει γιά τήν συντήρησή του. Ἔμεινε ἔτσι «ἀποστολικῶς ἀκτήμων» καί πάμπτωχος. Γιά τόν ἴδιο ἦταν ἀρκετός λίγος ξερός ἀρκετός ἄρτος καί νερό, ἀφοῦ «τό λίγο πάντοτε περισσεύει στόν πνευματικό ἄνθρωπο, ἐνῶ τό πολύ μειώνει καί ἀφαιρεῖ τίς πνευματικές πτήσεις καί ἐνοράσεις» (Μητροπ. Ρεθύμνης Τίτος, αὐτ.). ἡ ζωή του στόχευε στόν «ἔσω ἄνθρωπο», ἡ τελείωση τοῦ ὁποίου ὑποχρεωτικά ἀπό τόν «ἄλλο ἄνθρωπο», τόν συνάν-θρωπο. Ὁ πλησίον κυριαρχοῦσε στή ζωή του, ὁ πλησίον μέ τό πρόβλημά του, τήν φυλακή του, τήν ἀρρώστια του, τόν πόνο του, τήν σκλαβιά του, τήν φτώχεια του, τήν ἁμαρτία του, τόν προβληματισμό του, τήν ἀπιστία του.
Ὁ ὅσ. Ἰωσήφ ἀναδείχθηκε στήν ἐποχή του ὁ ἐλεήμων Ἅγιος τῶν πτωχῶν. Κατά τό ἁγιογραφικό «ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί Αὐτός σέ διαθρέψει», ἔδιδε στούς πτωχούς ἀκόμη καί τά πρόσφορα τῆς Θείας Λειτουργίας. Πολλές φορές ἀκόμη πήγαινε τίς νύκτες στίς πόρτες τῶν πτωχῶν καί «ἔρριπτε κρυφίως τά χρειαζούμενα καί μέ πολλήν σπουδήν ἐπέστρεφε ὀίσω, διά νά μή τόν ἴδη τινάς». Πήγαινε ἀκόμη τρόφιμα στούς φυλακισμένους (καί ἦσαν τόσοι πολλοί στήν ἐποχή του) καί στούς ἀπόκληρους τῆς κοινωνίας, τούς λεπρούς.
Μαρτυρεῖται, ὅτι κάποτε, κατά τήν πανήγυρι τῆς Μονῆς, «ἐπρόσφεραν οἱ Χριστιανοί πλῆθος πολύ προσφορῶν, τάς ὁποίας διεμοίρασεν ὁ ὅσιος ὅλας εἰς τούς πτωχούς καί τό ἑσπέρας τῆς αὐτῆς ἡμέρας δέν εἶχεν οὐδεμίαν, ἀλλά ἀπό ἄλλον ἐπῆρε ὀλίγον ψωμί καί ἔφαγεν».
Ἑπόμενο καί ἀναμενόμενο στήν θυσιαστική ὑπέρ τοῦ πλησίον ζωή τοῦ Ὁσίου, ἦταν ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δέν εἶχε πλέον τίποτα νά προσφέρει, ἐνεργοῦσε ἡ θαυμα-τουργός χάρις τοῦ Κυρίου καί «εὑρίσκοντο ψωμία εἰς τήν σπυρίδα του καί ἔδιδεν εἰς τούς πτωχούς καί ἐτρέφετο καί αὐτός»! Στήν ἑορτή τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐπίσης, συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό. Πρόσφεραν οἱ πιστοί στήν ἐκκλησία «λαμπάδες καί θυμιάματα καί ἄλλα τοιαῦτα πολλά, προσφοράν δέ οὐδεμίαν». Ἀνησύχησε λοιπόν ὁ εὐσεβής νεωκόρος καί πῆγε νά ένημερώση τόν ἅγιο Λειτουργό. Μέ πίστη τότε ἐκεῖνος τοῦ ἐπανέλαβε τήν Ἀβραμιαία φωνή: «Θεός ὄψεται ἑαυτῶ προσφοράν, τέκνον, εἰς θυσίαν ἑαυτοῦ». Ἀργότερα, ἐνῶ πλησίασε ἡ Λειτουργία, ἦρθε πάλι ὁ δύσπιστος βοηθός. «Ἔμβα, τέκνον, εἰς τό Ἅγιον Βῆμα – τοῦ εἶπε – καί στοχάσου εἰς τό δεξιόν σου μέρος καί θέλεις εὕρη τό ζητούμενον, μέ τήν χάριν τοῦ Χριστοῦ μου». Μπῆκε ὁ νεωκόρος καί βρῆκε ὄχι μία προσφορά, ἀλλά «πολλάς, μεγάλας τε καί καλάς σωρευμένας καί μέ φωνήν μεγάλην ἐκήρυττεν εἰς τούς παρόντας τό γενόμενον». Ταπεινός ὁ Ὅσιος τοῦ ζήτησε νά σιωπήσει, τέλεσε «μέ ἀγαλλίασιν ψυχῆς καί εὐχαριστίαν πρός τόν Θεόν» τήν Θεία Λειτουργία καί κατά τήν συνήθειά του τίς προσφορές στούς πτωχούς.

4. Ὁμολογητής ἐνώπιον Ἑβραίων καί Βενετοῦ Δούκα.
Ἕνα χαρακτηριστικό περιστατικό τῆς ζωῆς τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ, ἀφορᾶ μία ἀκούσια σύγκρουσή του μέ Ἑβραίους κατοίκους τοῦ Χάνδακα καί δείχνει τήν ὁμολογιακή του διάθεση καί μάλιστα ἀπέναντι στήν πανίσχυρη – λόγῳ τῆς τοκογλυφίας - Ἑβραϊκή κοινότητα.
Κάποτε, «ἔχοντας χρείαν ἀναγκαίαν εἰς ἄλλον τόπον, ἐκίνησε νά ὑπάγη» καί πέρασε ἀπό τήν Ἑβραϊκή συνοικία τῆς πόλεως. Συνέβη τότε κάποιοι Ἑβραῖοι νά μεταγγίζουν κρασί ἀπό ἕνα δοχεῖο σέ κάποιο ἄλλο καί θέλοντας νά τόν πειράξουν, τοῦ πρόσφεραν ἕνα ποτήρι γιά νά τό πιεῖ. Χωρίς νά φοβηθεῖ ὁ Ὅσιος δέχθηκε τό ποτήρι, τό εὐλόγησε μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, «εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἤπιε λίγο καί τό ὑπόλοιπο τό ἔρριξε μέσα στό δοχεῖο. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι εἶδαν αὐτή τήν κίνηση ἄρχισαν νά ὀχλαγωγοῦν καί νά ζητοῦν ἀπό τόν Ὅσιο νά τούς πληρώσει τήν τιμή ὅλου τοῦ δοχείου, διότι δῆθεν δέν μποροῦσαν νά τό χρησιμοποιήσουν, ἐπειδή δέχθηκε τήν Χριστιανική σφραγίδα!
Ὁ Ὅσιος ἐλευθερώθηκε τότε ἀπό Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τοῦ συμπαραστάθηκαν, ἡ ὑπόθεση ὅμως ἔφθασε στό Βενετό Δούκα καί ὁδηγήθηκε στό κριτήριο, ὅπου ἀπολογούμενος εἶπε: «Ἐγώ, Αὐθέντα, περνώντας ἀπό τήν στράταν, ἀπήντησα τούς Ἑβραίους τούτους καί μοῦ ἔδωκαν ἕνα ποτήριον λέγοντες: «Πίε τό κρασί τοῦτο». Ἐγώ δέ δεξάμενος αὐτό, δέν ἠθέλησα νά τό γευθῶ Ἰουδαϊκῶς, ἀλλά Χριστιανικῶς. Ὅθεν κατά Χριστόν εὐλογήσας αὐτό καί σφραγίσας μέ τό σημεῖον τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἔπια ἀπό αὐτό ὅσον ἤθελον. Δέν τούς ἔκαμα καμμίαν ζημίαν, οὔτε πρέπει νά ζητοῦν τίποτε, ἀλλά πρέπει νά μέ εὐχαριστοῦν διότι εὐλόγησα τό κρασί τους, ἐπειδή αὐτοί εἶναι ἀμέτοχοι ἀπό εὐλογίαν. Ἄς κρίνει, λοιπόν, ἡ ἐπική σου ἀγχίνοια ἐάν ἔκαμα δικαίως ἤ ἀδίκως τό τοιοῦτον ἔργον».
Ὁ Βενετός ἐξουσιαστής συμφώνησε μέ τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶχε ἀδικήσει τούς Ἑβραίους κατηγόρους του. Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖνοι δέν δέχονταν τό κρασί, ἐπειδή εἶχε τήν Χριστιανική σφραγίδα, διέταξε νά δωθεῖ σέ πτωχούς Χριστιανούς, «χωρίς καμμίαν δόσιν ἤ ἀντιμισθίαν».

5. Τό ὁσιακό τέλος καί ἡ ἀφθαρσία τοῦ ἱεροῦ του Λειψάνου.
Μετά ἀπό μία τέτοια ὁσιακή πολιτεία, τό τέλος τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ ὑπῆρξε καί αὐτό ὁσιακό. Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 71 ἐτῶν, τήν 22α Ἰανουαρίου 1511, προετοι-μασμένος μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τήν Ὁποία ἀπό τήν νεότητά του ὑπηρέτησε. Ὡριμασμένος πνευματικά καρπός τοῦ δένδρου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Λευκασμένος ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Χριστοῦ. «Κέδρος πεφυτευμένος» στό ἔδαφος τῆς ἁγιότη-τος. Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε κοίμηση καί τελείωση ἐνάρετης ζωῆς, «ἀπαρχή ἐν τῆ ἐν οὐρανοῖς θριαμβευούσῃ Ἐκκλησίᾳ», ἡ πραγματική γεννέθλια ἡμέρα.
Ἡ κηδεία του ὑπῆρξε «ἄθροισμα λαοῦ». Οἱ Ἱερεῖς τῆς πόλεως (Ἐπίσκοπος δέν ὐπῆρχε), οἱ Ἄρχοντες καί ὁ πιστός λαός «μεγαλοπρεπῶς αὐτόν κηδεύσαντες, τόν ἐνεταφίασαν εἰς τόν προρρηθέντα Ναόν τοῦ Θεολόγου» καί ὁ τάφος του ἔγινε ἔκτοτε τόπος εὐλαβείας καί προσκυνήματος. Διότι ὁ ἐλεήμων Ἅγιος δέν ἦταν δυνατόν νά ἐγκαταλείψει τούς πτωχούς του. Συνέχισε νά τούς συντρέχει στίς ἀνάγκες τους, στή θεραπεία τῶν ἀσθε-νειῶν τους καί στή λύση τῶν προβλημάτων τους, μέ τό οὐράνιο δῶρο τῆς θαυματουργίας, μέ τό ὁποῖο τόν χαρίτωσε ὁ Πανάγιος Θεός.
Δέν εἶναι γνωστό πότε πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του. Στίς πηγές μαρτυρεῖται, ὅτι ἔγινε «χρόνου παρελθόντος ἱκανοῦ, κατόπιν θείας ὀπτασίας». Τό πάντιμο Λείψανο τοῦ Ἁγίου βρέθηκε σῶο καί ἀκέραιο, «εὐωδίαν πνευματικήν ἀνα-πέμπον»! Ἡ θέα του προκάλεσε φρίκη στούς ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τούς Χριστοκτόνους Ἑβραίους, ἀλλά καί στούς Παπικούς Βενετούς κατακτητές, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναδεικνύει Ἁγίους μετά τό Παπικό Σχίσμα τοῦ 1054. Προκάλεσε ὅμως καί τήν χαρά, τήν ἀγαλλίαση, τήν καλῶς νοούμενη ὑπερηφάνεια τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀνέκαθεν κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἡ κατάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων – λειψάνων τῶν πιστῶν, ἦταν ἐνδεικτική τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν ψυχῶν. Τά σώματα τῶν δικαίων εἶναι πάντα πρίν τήν ταφή τους εὔκαμπτα, ἄοσμα καί χαροποιά, ἐνῶ τῶν ἁμαρτωλῶν δύσκαμπτα, δυσώδη καί τρομακτικά. Μετά τήν ταφή καί τήν πάροδο τουλάχιστον τριετίας, τά Λείψανα τῶν Ἁγίων ἀνακομίζονται εὐωδιαστά, λευκά ἤ ὑποκίτρινα καί σέ ἐξαιρετικές καί σπάνιες περιπτώσεις ἄφθαρτα, σῶα καί ἀδιάφθορα.
Ἡ σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας - ὅπως τήν διατυπώνει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στήν ὑποσημείωση τοῦ Ζ' Κανόνος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης - δέχεται, ὅτι οἱ αἰτίες τῆς μή διαλύσεως τῶν σωμάτων εἶναι φυσικές καί ὑπερφυσικές. "Ἄξιον εἶναι νά σημειώσωμεν - γράφει - καί περί τῶν νεκρῶν ὅπου ἐβγαίνουν δεμένοι μετά θάνατον, διορίζοντες, ὅτι δύο εἶναι οἱ αἰτίες οἱ καθολικές τοῦ δεσμοῦ τῶν τοιούτων. Ἡ μία εἶναι φυσική καί ἡ ἄλλη ὑπερφυσική". ("Πηδάλιον..."· ἔκδοσις ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, 1998, σελ. 661).
Στίς φυσικές αἰτίες τῆς μή διαλύσεως τῶν σωμάτων, ὁ ἅγ. Νικόδημος μνημονεύει τήν διαφορά κράσεων, τήν ἐποχή τοῦ θανάτου καί τήν σύσταση τοῦ ἐδάφους. Γράφει σχετικά:
"Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι τόση μεγάλη διαφορά εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς τάς κράσεις, ὅση εἶναι ἀνάμεσα εἰς τόν σίδηρον καί τά φρύγανα. Ὅθεν ἀκολούθως καί ὅσα σώματα εἶναι δυνατῆς καί στερεᾶς κράσεως, ταῦτα συνακολούθως χρειάζονται νά εὑρίσκωνται πολλούς χρόνους εἰς τόν τάφον - ἄλλα μέν πέντε, ἄλλα δέ καί ἑπτά - διά νά διαλύσουν καί ὀγλίγωρα δέν πρέπει νά γίνεται ἡ τῶν τοιούτων ἀνακομιδή.
Προέρχεται
(ἡ μή διάλυση) καί ἀπό τόν καιρόν, διά τί ὅσοι ἀποθνήσκουν ἐν καιρῷ χειμῶνος ἤ χιόνων καί πάγου, δυσκολώτερα λύονται ἀπό ἐκείνους ὁποῦ ἀποθνήσκουν ἐν καιρῷ θέρους καί καύματος.
Προέρχεται ἀκόμη ὁ δεσμός καί ἀπό τόν τόπον καί τό χῶμα τῆς γῆς· διότι καθώς ἄλλη μέν γῆ κάμνει εὐκολόβραστα τά ὄσπρια, ἄλλη δέ δυσκολόβραστα, τοιουτοτρόπως ἄλλη μέν γῆ εὐκολώτερα διαλύει τά σώματα, ἄλλη δέ δυσκολώτερα
" (αὐτ., σελ. 661).
Οἱ ὑπερφυσικές αἰτίες μή διαλύσεως σώματος, ἀναφέρονται στήν ἁγιότητα ἤ τήν ἁμαρτωλότητα τοῦ νεκροῦ. "Ἡ ὑπερφυσική αἰτία τοῦ δεσμοῦ τῶν σωμάτων - γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος, ἀναφερόμενος στήν ἁμαρτωλότητα - προέρχεται ἤ ἀπό νόμιμον καί δίκαιον καί κανονικόν ἀφορισμόν Ἀρχιερέως τινός - Ἐπισκόπου τυχόν ἤ Μητροπολίτου ἤ Πατριάρχου ἤ Ἱερέως - ἤ ἀπό καμμίαν ἀδικίαν ὅπου ἔκαμεν ὁ ἀποθανών, ἤ εἰς ἕνα μερικόν ἄνθρωπον ἤ εἰς ὁλόκληρον χωρίον ἤ χώραν ἤ πόλιν " (αὐτ., σελ. 661).
Ἡ Ἐκκλησία δέν τιμᾶ ἕνα ἀδιάλυτο σῶμα σάν ἀδιάφθορο Ἅγιο Λείψανο, ἄν προη-γουμένως δέν ἀποκλεισθοῦν οἱ φυσικοί ἤ τεχνιτοί λόγοι τῆς μή διάλυσής του. "Ἐάν τύχη καί εὔγη κανένας δεδεμένος - γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος - οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ καί κληρονόμοι πρέπει νά τόν μεταθέσουν εἰς ἄλλον τόπον καί γῆν καί ἀφ' οὗ ἰδοῦν, ὅτι ἀπό φυσικήν αἰτίαν δέν προέρχεται ὁ δεσμός, πρέπει νά παρακαλοῦν τόν Ἀρχιερέα ἤ Μητροπολίτην ἤ Πατριάρχην, ὅπου τυχόν τόν ἀφώρισαν (ἤ ἄν ἀπέθανον ἐκεῖνοι, νά παρακαλοῦν τούς διαδόχους ἐκείνων), διά νά τόν συγχωρέσουν. Εἰ δέ καί ἔκαμαν καμμίαν ἀδικίαν, πρέπει, ἄν ἔχουν τόν τρόπον, νά τήν δίδουν ὀπίσω, ἤ ἄν δέν ἔχουν, νά παρακαλοῦν τούς ἀδικηθέντας νά συγχωρήσουν τόν ἀδικήσαντα καί οὕτως ὁ δεσμός διαλύεται" (αὐτ. σελ. 661).
Ἀναφερόμενος ἀκόμη στά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῶν ἀδιαλύτων ἀπό ἁμαρτωλότητα σωμάτων, γράφει τά ἀκόλουθα: "Τά σημάδια τῶν ἀφωρισμένων σωμάτων εἶναι ταῦτα:
α' εἶναι ἀδιάλυτα,
β' εἶναι ἄσχημα καί δησειδῆ,
γ' εἶναι δυσώδη καί βρωμερά καί
δ' εἶναι φουσκωμένα ὡς τύμπανα· ἐγώ δέ προσθέτω καί
ε' ὅτι εἶναι φόβου καί φρίκης πρόξενα στούς ὁρῶντας
" (αὐτ. σελ. 662. Πρβλ. «Κατά τῆς τοῦ Πάπα Ἀρχῆς ἀντίρρηση» τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Νεκταρίου).
Ἀντιθέτως τά Ἅγια Λείψανα ἔχουν ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητά τους. "Τά Ἅγια Λείψανα - λέγει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος - ἔχουσι τά ἐναντία τούτων (τῶν ἀφορισμένων) σημάδια· ἐκεῖνα γάρ ἀδιάφθαρτα εἰσίν, ὡραῖα, εὐώδη, ἐξηραμμένα, ἥμερα καί εὐπρόσιτα, ὡσάν νά εἶναι κοιμισμένα· καί πρός τούτοις βρύουσι καί διάφορα θαύματα" (αὐτ., σελ. 662).
Οἱ Ὅσιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί Ἀθανάσιος ὁ Πάριος σημειώνουν, ὅτι "τά μέν τῶν Μαρτύρων Λείψανα προσκυνοῦνται ὡς Ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερά εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς τόν Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν". Τῶν Ὁσίων ὅμως "τά Λείψανα δέν προσκυνοῦνται ὡς ἅγια, ἄν ὁ Θεός δέν ἀποδείξη δι' αὐτῶν θαύματα ἤ τό ὀλιγώτερον τά τιμήση διά τῆς εὐωδίας, μέ τό νά μήν εἶναι ἀποδεδειγμένα εἰς τούς ἀνθρώπους ἡ ἐν κρυπτῷ πίστις καί ἀγάπη αὐτῶν πρός τῶν Θεόν" (Π. Πάσχου, "Ὁ Μοναχισμός, οἱ Νεομάρτυρες...", σελ. 279 καί 310 - 312).
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ μέ ἐμφανῆ τά σημεῖα τῆς ἁγιότητος – τήν εὐωδία, τήν ἀφθαρσία καί τά θαύματα – τιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Χάνδακα. Κατά τήν ἀνακομιδή του ἐναποτέθηκε σέ ξύλινη λάρνακα καί διαφυλάχθηκε στή Μονή του. Γιά διάστημα 158 ἐτῶν (1511 – 1669), μέχρι τήν κατάκτηση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Τούρκους, παρέμεινα ἐκεῖ ὅπου ἔζησε, ἀσκήθηκε καί ἁγίασε καί «ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς, ὅπου μετά πίστεως προσέτρεχον εἰς αὐτό, ἐλάμβανον τήν ἰατρείαν, οὕτω γάρ οἶδε Κύριος δοξάζειν τούς Αὐτόν πιστῶς δοξάσαντας».

6. Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ στή Ζάκυνθο.
Τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ μετέφερε ἀπό τόν Χάβδακα στή Ζάκυνθο τό 1669, ὁ Ἱερεύς Γεώργιος Ἀρμάκης. Ἡ συνθήκη παράδοσης τοῦ Χάνδακα στούς Τούρκους ὑπογράφτηκε τήν 29η Αὐγούστου 1669 καί ἡ πόλη παραδόθηκε δώδεκα ἡμέρες ἀργότερα. Τό Λείψανο ὅμως ἔφθασε στή Ζάκυνθο ἕνα μῆνα νωρίτερα. Στήν Ἱστορία γράφεται, ὅτι «ἕνα μέρος τῶν κατοίκων εἶχε ἤδη ἀποχωρήσει ἀπό τόν Χάνδακα πρός τά τρία Βενετικά φρούρια (τῆς Κρήτης), τῆς Σούδας, τῆς Γραμβούσσας καί τῆς Σπιναλόγκας» καί «στίς παραμονές τῆς πτώσεως 4.000 ψυχές ἐπιβιβάστηκαν σέ πλοῖα καί κατευθύνθηκαν δυτικά, ἀπ’ ὅπου τό Ὀκτώβριο τοῦ 1669 ξεκίνησαν γιά τά Ἑπτάνησα καί τήν Ἰταλία» («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. 10ος, σελ. 350).
Ὁ διασώστης τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου Ἱερεύς Γεώργιος Ἀρμάκης, διέφυγε πρίν τήν ἅλωση τοῦ Χάνδακα, μέ προφανή κίνδυνο τῆς ζωῆς του, μέ ἀποκλειστικό σκοπό τήν διάσωση τοῦ σεπτοῦ κειμηλίου. Ἀπό αὐτό προκύπτει, ὅτι ἦταν συνδεδεμένος μέ τήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί τά θαύματα τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ (ἴσως νά ἦταν ὁ τελευταῖος της ἐφημέριος) καί ἐπίσης ὅτι τόν διέκρινε ἰδιαίτερο θάρρος καί ἐξαιρετική γενναιότητα.
Στή Ζάκυνθο τό Λείψανο κατατέθηκε στή γυναικεία Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Μαντινειοῦ, στή θέση Ξεροβούνια (ἡ μονή εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Νερούλη, σέ κτῆμα πού δωρήθηκε ἀπό τόν Ἀντώνιο Μαντινειό. Σημειώνεται ἐδῶ, ὅτι οἱ ἰδιωτικές Μονές ἦταν συνηθισμένες στά Ἑπτάνησα κατά τήν Βενετοκρατεία. Γνωστή εἶναι λ.χ. ἡ Μονή Ἀναφωνητρίας τῆς Οἰκογενείας Σιγούρου, τοῦ ἁγ. Διονυσίου Ἀρχιεπισκόπου Αἰγίνης).
Τό Λείψανο παρέμεινε στήν ἰδιοκτησία τῆς Οἰκογενείας Ἀρμάκη (ἡ ὁποία - ὅπως προκύπτει ἀπό διάφορα νομικά ἔγγραφα – εἶχε ἰδιοκτησιακά δικαιώματα καί ἐπί τοῦ ναοῦ τοῦ Παντο-κράτορος, στό Γαϊτάνι Ζακύνθου) καί τῆς Οἰκογενείας Μαντινειοῦ. Τό 1864 ὁ τελευταῖος Κληρικός τῆς Οἰκογενείας Μαντινειοῦ, ὁ Ἱερεύς Σταμάτιος, δημοσίευσε μέ τήν ἄδεια τοῦ τότε Μητροπ. Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου, «ποίημα Ἱερέως Νικολάου τοῦ Ρινδίου». Μετά τόν θάνατό του (τό 1902, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν), καθώς καί τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωάννη (τό 1906), τά δικαιώματα ἐπί τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Λειψάνου περιῆλθαν στόν γιό τοῦ Σταμάτιου Δημήτριο καί τήν κόρη τοῦ Ἰωάννη Ἀναστασία. Τό 1915 ἡ Ἀναστασία, σύζυγος Ἀναστασίου Ντέ Νέγρη, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 13790/ 24. 7. 1915 συμβόλαιο, πώλησε τό μερίδιό της στούς ἐκπροσώπους τοῦ Ναοῦ τοῦ Παντοκράτορος, ἀντί τοῦ σημαντικοῦ (τότε) ποσοῦ τῶν 500 δρχ.
Σήμερα τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ φυλάσσεται στόν προειρημένο Ναό τοῦ Παντοκράτορος. Στή λάρνακα – προθήκη πού τό φιλοξενεῖ, βρίσκεται ἐνδεδυμένο τά Ἱερατικά ἄμφια. Ἡ πρώτη ξύλινη λάρνακα μέ τήν ὁποία μεταφέρθηκε ἀπό τόν Χάνδακα στή Ζάκυνθο, φυλάσσεται στό Μουσεῖο τῆς πόλεως. Τό Λείψανο ἐκτίθεται σέ προσκύνηση τόν μῆνα Αὔγουστο – μέ τήν εὐκαιρία τῆς μνήμης τῆς καταθέσεώς του στή Ζάκυνθο τήν 29η τοῦ μηνός - ὁπότε καί λιτανεύεται.
Ἡ θέα τῆς Κάρας τοῦ Λειψάνου ἐνέπνευσε στόν Λατινομαθῆ Δάσκαλο Ἀντώνιο Τρικάρδο τό ἀκόλουθο ἐπίγραμμα:

«Θά ἴδης ἀπείρους γεννεάς ὡς ρεῦμα νά περῶσιν,
ὅμως ποτέ τά κάλλη σου, τά θεῖα, δέν θά σβεσθῶσιν
».

Μέρος Τρίτο:


ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ - ΜΝΗΜΗ
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ τιμᾶται δύο φορές τόν χρόνο: Τήν 22α Ἰανουαρίου (ἡ κοίμησίς του) καί τήν 29η Αὐγούστου (ἡ κατάθεσις τοῦ Λειψάνου του στή Ζάκυνθο). Ἡ δεύτερη μνήμη τιμᾶται τοπικῶς μόνο στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ζακύνθου, ἐνῶ ἀγνοεῖται στήν Κρήτη καί εὑρύτερα.
Στή γενέτειρα τοῦ Ἁγίου, τόν Ἀζωκέραμο Σητείας, κτίσθηκε πρός τιμήν του μικρός τρουλλαῖος Ναός, στόν ὁποῖο τιμᾶται ἡ μνήμη του τήν 22α Ἰανουαρίου. Ἀκόμη τή Σητεία, στό νεόδμητο Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, τό νότιο κλῖτος ἀφιερώθηκε στή μνήμη του. Στό Ἡράκλειο ἡ μνήμη του τιμᾶται ἰδιαίτερα στόν ἐνοριακό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού βρίσκεται στή θέση ὅπου στό παρελθόν ὑπῆρχε ἡ Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Στόν εὑρύτερο χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου δέν εἶναι διαδεδομένη, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ βίος του ἔχει καταχωρηθεῖ σέ διάφορες συναξαριστικές πηγές.
Ἡ πρώτη Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου - κατά τόν Λεωνίδα Ζώη - εἶναι ποίημα τοῦ Ἱερέως Νικολάου τοῦ Ρινδίου (ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων), τήν ὁποία ἀντέγραψε τό 1764 ἀπό χειρόγραφο ὁ Ἱερέας Γεώργιος Μουζάκης. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή δημοσιεύθηκε γιά πρώτη φορά τό 1864, ἀπό τόν τελευταῖο Ζακύνθιο Κληρικό τῆς Οἰκογενείας Μαντινειοῦ, τόν Ἱερέα Σταμάτιο, μέ ἄδεια τοῦ Μητροπ. Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη, «ἐν Ζακύνθῳ, ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου «Ἡ Αὐγή», διευθυνομένου ὑπό Ν. Κοντόγιωργα». Τήν Ἀκολουθία αὐτή ἀναδημοσίευσε τό 1947 στή Θεσσαλονίκη ὁ Ἀρχιμαν-δρίτης Παρθένιος Κάρδαρης, Προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, μέ ἄδεια τοῦ Μητροπ. Θεσσαλονίκης Γενναδίου, «ὑπέρ τῶν πτωχῶν τῆς ἐνορίας». Ἡ ἔκδοση αὐτή περιλάμβανε ἐπίσης καί τόν Βίο καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ἁγ. Θεωνᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Τήν ἴδια Ἀκολουθία ἀναδημοσίευσε ἀργότερα ὁ τότε λαϊκός Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης καί ἔπειτα Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γεώργιος Γρατσέας. Τό 1984 ὁ Μητροπ. Ρεθύμνης Τίτος τήν συμπεριέλαβε στό Κρητικό Λειμωνάριο.
Γιά τήν Ἀκολουθία αὐτή ὁ Σητειώτης Ἐπίσκοπος Ἀριανζοῦ Ἰωσήφ γράφει τά ἀκόλουθα: «Ἡ Ἀκολουθία αὐτή στό σύνολό της χαρακτηρίζεται ἀπό πολλή καί ἀποκαρδιωτική προχειρότητα, ἀμουσία καί ἔλλειψη σεβασμοῦ στό μέτρο καί τό ρυθμό. Ἔτσι, ὅταν πρό εἰκοσαετίας ἔθεσα τόν τράχηλό μου ὑπό τόν χρηστό ζυγό τοῦ Κυρίου καί ὁ Σεβ. Μητροπ. Λευκάδος καί Ἰθάκης κ. Νικηφόρος μετήλλαξε τό ἐκ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὄνομά μου (Ἐμμανουήλ) μέ ἐκεῖνο τοῦ συμπατριώτου μου ὁσ. Ἰωσήφ τοῦ Ἡγιασμένου, ἐθεώρησα χρέος μου ἀπέναντι τοῦ προστάτου μου Ἁγίου, νά ἐπιχειρήσω τήν σύνταξη νέας ἑορταστικῆς Ἀκολουθίας του, στήν ὁποία θά συμπε-ριελάμβανα καί ἐκ τῆς παλαιᾶς, ὅσα στοιχεῖα ἐνδεχομένως ἄξιζαν νά ἐπιβιώσουν. Μέ εὐλογία, λοιπόν, καί εὐχή τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατρός καί ἀφοῦ παρεκάλεσα τόν Θεό διά τοῦ Ἁγίου Του νά μέ ἐνισχύσει σχετικῶς, προχώρησα στήν κατάρτιση τῆς νέας αὐτῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας, στήν ὁποία περιέλαβα λίγους εὐπρόσωπους ὕμνους ἀπό τήν παλαιά, καθώς καί ἐλαχίστους ἄλλους ἀπό παλαιότερες δόκιμες Ὁσιακές Ἀκολουθίες, ἀφοῦ τούς μεταποίησα καταλλήλως".
Ἡ ὡς ἄνω νέα ἑορταστική Ἀκολουθία τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ, ὑποβλήθηκε τό 1986 ἀπό τόν ἀοίδημο Μητροπολίτη Ἱεραπύτνης καί Σητείας Φιλόθεο τόν Β’ στήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως καί τελικά ἐκδόθηκε.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου